Greek Unions

Θεωρία και Πράξη του Εργατικού Συνδικαλισμού

Archive for Φεβρουαρίου 2008

Η επικαιρότητα της σκέψης του Α. Γκράμσι για τα εργατικά συνδικάτα σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης Ηγεμονίας και παγκοσμιοποίησης (του Θανάση Τσακίρη)

leave a comment »

Η επικαιρότητα της σκέψης του Α. Γκράμσι για τα εργατικά συνδικάτα σε συνθήκες «νεοφιλελεύθερης Ηγεμονίας» και «παγκοσμιοποίησης»[1]

 του Θανάση Τσακίρη (Δρ. ΜΠΣ Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών)

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το ερώτημα στο οποίο προσπαθεί να απαντήσει –έστω και ανολοκλήρωτα προς το παρόν- η ανακοίνωση αυτή είναι το κατά πόσο το έργο του Αντόνιο Γκράμσι μπορεί να μας χρησιμεύσει σήμερα στην πολιτική ανάλυση με αναφορά στο πεδίο της εργατικής συνδικαλιστικής δράσης.

 Μέσα στη φυλακή, ο Αντόνιο Γκράμσι συνέγραψε τα σημαντικότερα έργα του που ξεπερνούσαν τις 3.000 σελίδες (φιλοσοφία, πολιτική κοινωνιολογία και ιστορία). Η σκέψη του επηρεάστηκε τόσο από Ιταλούς στοχαστές όπως ο Νικολό Μακιαβέλι  και ο Μπενεντίτο Κρότσε όσο και από το έργο του Κάρολου Μαρξ και του Αντόνιο Λαμπριόλα. Οι βασικές του συνεισφορές στην πολιτική σκέψη ήταν οι εξής: α) η έννοια της πολιτισμικής «ηγεμονίας» ως μέσου διατήρησης της κυριαρχίας του καπιταλιστικού κράτους, β) ο τονισμός της ανάγκης για την μόρφωση των εργατών ώστε να δημιουργηθούν οι «οργανικοί διανοούμενοι» της εργατικής τάξης και να γίνει δυνατή η επίτευξη της εργατικής ταξικής «ηγεμονίας», γ) η διάκριση μεταξύ πολιτικής κοινωνίας (αστυνομία, στρατός, νομικό σύστημα κ.α.), που κυριαρχεί άμεσα και κατασταλτικά, και κοινωνίας πολιτών (οικογένεια, εκπαιδευτικά συστήματα, συνδικάτα κ.α.), όπου η κυριαρχία του καπιταλιστικού κράτους συγκροτείται μέσω της ιδεολογίας ή μέσω της συναίνεσης, δ) η πρωταρχική σημασία του «ιστορικισμού», [2]δηλαδή της ανάλυσης μιας κοινωνίας και της εξήγησης των ιδεών με αναγωγή στο συγκεκριμένο κάθε φορά ιστορικό της πλαίσιο,[3] και ε) η κριτική του οικονομικού ντεντερμινισμού. [4] Ο όρος «ηγεμονία» αναφέρεται σε μια διεργασία ηθικής και πνευματικής καθοδήγησης και διοίκησης μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η απόσπαση της συναίνεσης των κυριαρχούμενων ή υποτελών τάξεων στη διακυβέρνησή τους από τις εκάστοτε κυρίαρχες τάξεις και είναι τόσο περισσότερο εξασφαλισμένη όσο λιγότερη είναι η χρήση ή η απειλή χρήσης της βίας και του εξαναγκασμού. Ο Γκράμσι αντιτάχθηκε, με τον τρόπο του, στις επικρατούσες απόψεις στο διεθνές μαρξιστικό θεωρητικό τοπίο της εποχής του, δηλαδή τον οικονομίστικο αυτοματισμό και τον πολιτικό βολονταρισμό, ακόμη και στον Βλάντιμιρ Ίλιτς Λένιν, που ήταν ο ηγέτης της πρώτης επιτυχημένης κομμουνιστικής επανάστασης. Υποστήριξε ότι το κράτος δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τη βία και την καταστολή ή τη δικτατορική επιβολή ως μέσα επιβίωσής του αλλά η σχέση του με την κοινωνία βασίζεται στο σχηματισμό και τη διάδοση/διάχυση πολιτιστικών, ιδεολογικών  και ηθικών/διανοητικών συστημάτων αξιών και πεποιθήσεων. Ο Γκράμσι διαπίστωσε ότι στη Δυτική Ευρώπη, χοντρικά από το 1870 και ύστερα, υποχωρούσε η κατασταλτική πολιτική έναντι της ιδεολογικής ηγεμονίας που δημιουργούσε τους όρους της ταξικής συναίνεσης προς τις κυρίαρχες τάξεις. Αυτή, όμως, η συναίνεση δεν είναι κάποια στατική κατάσταση αλλά βρίσκεται διαρκώς υπό αναδιαπραγμάτευση, οπότε η εκάστοτε κυρίαρχη τάξη ή μερίδα τάξης που επικρατεί στο ηγεμονικό μπλοκ νοιώθει υποχρεωμένη να επιδιώκει συνεχώς την εκ νέου απόσπαση της συναίνεσης.[5] Στις ειδικές ιστορικές συνθήκες της ενοποιημένης Ιταλίας των αρχών του 20ού αιώνα, χαρακτηριστική ήταν η πολιτική του «τρασφορσμισμού» στη διάρκεια των φιλελεύθερων κυβερνήσεων υπό τον Giuseppe Giolitti, σύμφωνα με την οποία με ποικίλους τρόπους, όπως ο προσεταιρισμός σοσιαλιστών πολιτικών, η εξαγορά ψήφων, η επεκτατική πολιτική στο εξωτερικό και η παροχή του δικαιώματος ψήφου σε όλο τον πληθυσμό είχε ως αποτέλεσμα την απόκτηση συναίνεσης από ευρεία στρώματα εργατών, κυρίως του βιομηχανικού βορρά πριν από την έναρξη του πολέμου.[6] Συνοψίζοντας, τονίζουμε ότι η ηγεμονία είναι μια μορφή ελέγχου που ασκείται πρώτα και κύρια μέσω του εποικοδομήματος σε αντίθεση με την υποδομή της βάσης της κοινωνίας ή τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής με κυριαρχικό οικονομικό χαρακτήρα. Έτσι, η ιδεολογική κυριαρχία έχει ως αποτέλεσμα να σκεφτόμαστε για τον κόσμο σύμφωνα με τη δική της λογική και αντίληψη.[7] Έτσι ο Γκράμσι άλλαξε τις μαρξιστικές αντιλήψεις για τι κράτος και την κοινωνία και της μεταξύ τους σχέσης. Η κοινωνία των πολιτών είναι, τρόπον τινά, το πεδίο άσκησης της ελευθερίας και της δημιουργίας των όρων και προϋποθέσεων της συναίνεσης και της πειθούς αλλά είναι εξίσου και το πεδίο κοινωνικών συκρούσεων στο πολιτιστικό, ιδεολογικό, θρησκευτικό και οικονομικό επίπεδο. Είναι, δηλαδή, η αρένα όπου συγκρούονται οι πάσης φύσεως ενώσεις και οργανώσεις, επίσημες ή ανεπίσημες από τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα ως τις εκκλησίες, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια και όλες τις ομάδες συμφερόντων και ενδιαφερόντων. Αυτή η συνύφανση πολλαπλών επιπέδων και οργανώσεων στις δυτικές καπιταλιστικές δημοκρατίες ή «κοινοβουλευτικές δικτατορίες» της εποχής του ήταν που δυσκόλευαν τις σοβιετικού τύπου επαναστάσεις.  Η έννοια του «οργανικού διανοούμενου» είναι μια ακόμη έννοια που προσέφερε στην πολιτική θεωρία ο Γκράμσι. Ενώ όλοι οι άνθρωποι είναι διανοούμενοι με την έννοια ότι έχουν τη δυνατότητα της σκέψης και του σχηματισμού νοητικών σχημάτων για την κατανόηση του κόσμου που τους περιβάλλει, δεν έχουν όλοι την ικανότητα να γίνουν διανοούμενοι με την έννοια ότι αποτελούν μια κοινωνική κατηγορία που ασκεί ορισμένες λειτουργίες στο πλαίσιο της κοινωνίας. Οι τελευταίοι χωρίζονται, σύμφωνα με τον Γκράμσι, σε δύο τύπους, τους «παραδοσιακούς» και τους «οργανικούς». Οι πρώτοι είναι καθαρά επαγγελματίες διανοούμενοι και η θέση τους βρίσκεται στα διάκενα της κοινωνίας διαθέτοντας μια αίσθηση διαταξικότητας συγκαλύπτοντας την προσκόλλησή τους στην εκάστοτε κυρίαρχη τάξη. Οι δεύτεροι είναι οι σκεπτόμενοι και οργανωτικοί άνθρωποι που αποτελούν μέρη μιας από τις δύο βασικές κοινωνικές τάξεις και προοωθούν ενεργά τις ιδέες και τις απόψεις της τάξης τους. Οι οργανικοί διανοούμενοι δεν διακρίνονται τόσο για την επαγγελματική τους υπόσταση αλλά από το ρόλο που παίζουν ως προωθητές και υπερασπιστές των ταξικών συμφερόντων της εργατικής ή της αστικής τάξης. Όσον αφορά την εργατική τάξη οι οργανικοί διανοούμενοί της επιδιώκουν να συμβάλουν στην ανάδειξη της ταξικής της ιδεολογίας και στην υπέρβαση των κατακερματισμένων συντεχνιακών και οικονομίστικης χροιάς αγώνων των επιμέρους στρωμάτων της.[8]  Ο οικονομικός ντεντερμισμόςως μεθοδολογική, θεωρητική και πολιτική προσέγγιση ήταν λαθεμένη, κατά τον Γκράμσι, και παρ’ όλο που αναγνώριζε ότι υπήρχαν ιστορικές κανονικότητες δεν αποδεχόταν ότι οι ιστορικοί νόμοι που ενυπάρχουν ως αντίληψη στο έργο του Μαρξ πρέπει να θεωρούνται απαρέγκλιτοι, αναπόφευκτοι και απαράβατοι αλλά ότι είναι οι ίδιες οι μάζες που κάνουν την ιστορία να κινείται αρκεί να αντιληφθούν ότι πρέπει να δράσουν για να αποφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Έτσι, ενώ θεωρούσε ότι οι δομές της εκάστοτε κοινωνίας δομούν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές των ατόμων, δεν ήταν της άποψης ότι αυτός ο καθορισμός αυτόματα θα οδηγούσε σε επαναστατική δράση. Απέρριπτε, επομένως, όσους μαρξιστές θεωρούσε «ντετερμινιστικούς, φαταλιστές και μηχανιστικούς».[9] Επειδή, όμως, οι εργάτες δεν ήταν σε θέση από μόνοι τους να αναπτύξουν την ιδεολογία και την ταξική συνείδησή τους σε τέτοιο βαθμό ώστε να προχωρήσουν μαζικά σε μια κοινωνική επανάσταση, ο Γκράμσι θεωρούσε αναντικατάστατο το ρόλο των «οργανικών διανοουμένων» που αναφέραμε.[10] Για να μπορέσει η εργατική τάξη να αντιτάξει τη δική της ιδεολογία και να κατακτήσει την ηγεμονία, σημαντικότατη εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση είναι μέσα από τις γραμμές της να καταφέρει να διαμορφώσει ένα σώμα διανοουμένων που τα χαρακτηριστικά τους διαφέρουν ολοκληρωτικά από αυτά των διανοουμένων της κυρίαρχης τάξης καθώς και το πολιτικό κόμμα που θα αξιοποιεί τη δραστηριότητα των οργανικών διανοουμένων αλλά και θα ανοίγει διαδρόμους που θα συνδέουν την εργατική τάξη και με ομάδες παραδοσιακών διανοουμένων. Οι οργανικοί διανοούμενοι της εργατικής τάξης με τη σειρά τους ορίζονται αφενός από το ρόλο τους στην παραγωγή και την οργάνωση της εργασίας και αφετέρου από τον καθοδηγητικό πολιτικό ρόλο τους. Με την ανάληψη της συνειδητής ευθύνης από αυτούς και με την απορρόφηση από τις εργατικές οργανώσεις ιδεών και πνευματικών ανθρώπων προερχόμενων από πιο προωθημένα στρώματα αστών διανοουμένων μπορεί η εργατική τάξη και τα συνδικάτα να ξεκολλήσουν από τον παραδοσιακό συντεχνιακό, γραφειοκρατικό και οικονομίστικο συνδικαλισμό και να προωθήσουν την ηγεμονία τους 

2. ΤΑ ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ

 «Η λήξη του συνεδρίου της CGL στο Λιβόρνο ανοίγει μια νέα περίοδο στην ιστορία της Ιταλικής εργατικής τάξης. Ένα νέο σύστημα δυνάμεων έχει εγκαθιδρυθεί: αντιπαρατίθενται δύο σχέδια, τα οποία ενσαρκώνονται σε δύο ξεχωριστές παρατάξεις που κάθε μία μπορεί να αναπτυχθεί και να εδραιωθεί μόνο σε βάρος της άλλης. Η νέα περίοδος θα είναι γεμάτη με σκληρούς αγώνες και έντονες αντιπαραθέσεις και δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς προφήτης για να προβλέψει ότι οι πιο μεγάλοι αγώνες και οι πιο σκληρές αντιπαραθέσεις θα εξαπολύονται για τα εργοστασιακά συμβούλια και για τον έλεγχο της παραγωγής.»[11]   Ο Γκράμσι ασχολήθηκε συγκεκριμένα με τα εργατικά συνδικάτα και τα εργατικά συμβούλια.[12] Τα συμβούλια ήταν η μετεξέλιξη των προπολεμικών (Α΄ Παγκόσμιος) εργοστασιακών απεργιακών επιτροπών των μεγάλων εργοστασίων, ιδίως του βορρά της Ιταλίας. H ταξική σύνθεση του πληθυσμού των βόρειων περιφερειών της Ιταλίας ευνοούσε την ανάπτυξη απεργιακών αγώνων καθώς ολοένα και διευρυνόταν η βιομηχανική εργατική τάξη με την ανάπτυξη των βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Το τρίγωνο Μιλάνου, Τορίνου και Γένοβας ήταν η βιομηχανική καρδιά της χώρας με ραγδαία αναπτυσσόμενες αυτοκινητοβιομηχανίες, τσιμεντοβιομηχανίες, κλωστοϋφαντουργίες, χημικές βιομηχανίες, βιομηχανίες ηλεκτρικών ειδών κλπ.  Επίσης, στη ριζοσπαστικοποίηση του εργατικού πληθυσμού συνετέλεσε η λήξη του πολέμου και η ήττα της Ιταλίας που είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της παραγωγής, την ανεργία, την έλλειψη τροφίμων, την αύξηση των τιμών και του πληθωρισμού και την κάθετη πτώση των τιμών της λιρέτας και τη γενικότερη απαξίωση των επενδύσεων σε πάγια κεφάλαια. Έτσι, το απεργιακό κύμα φούσκωνε μέρα με την ημέρα. Το 1920 έγιναν 1.881 απεργίες με 1.267.953 απεργούς και 16.398.227 χαμένες ημέρες εργασίας, σπάζοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ..[13] Αυτή την περίοδο ο Γκράμσι, έχοντας εγκαταλείψει το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα[14] ως μέσο για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, αρχίζει να περνά από το επίπεδο της θεωρίας στο πεδίο της πράξης. Ταυτόχρονα στο θεωρητικό πλαίσιό του εντάσσει τις θεματικές της συνείδησης, της αλλοτρίωσης και της συλλογικής αυτοδραστηριοποίησης. Αυτές τις ιδέες τις ενσωματώνει και στο δομικό πλαίσιο των εργατικών συμβουλίων και διαμορφώνει τη θεωρία του εργατικού ελέγχου και της προλεταριακής δημοκρατίας σε μια κατεύθυνση αυτοδιαχείρισης.[15]  Ο Γκράμσι ασχολήθηκε συνειδητά με αυτή την υπόθεση και ίδρυσε μαζί με άλλους «οργανικούς διανοούμενους» και συνδικαλιστές εργάτες την εφημερίδα L’ Ordine Nuovo που ταυτόχρονα καθοδηγούσε τους εργατικούς αγώνες των συμβουλίων και δεχόταν την από κάτω προς τα πάνω πληροφόρηση. σύντομα έγινε η «φωνή των εργοστασιακών συμβουλίων». Ο Γκράμσι και η ομάδα του υποστήριζαν ότι τα εργοστασιακά συμβούλια πρέπει να αφορούν όλους τους εργάτες, να τους εντάξουν όλους στις γραμμές τους και να λειτουργήσουν όπως τα αντίστοιχα σοβιέτ στην μπολσεβίκικη επανάσταση στη Ρωσία, ώστε πέρα από τα άμεσα συμφέροντά τους να υποστηρίζουν τα συμφέροντα όλης της κοινωνίας και να αποτελέσουν τα κύτταρα της αυτοδιαχείρισης της νέας κοινωνίας. Οι ιδέες αυτές έγιναν σε μεγάλο βαθμό πράξη όταν συγκρούστηκε η εργατική τάξη του Μιλάνου –αλλά στη συνέχεια και της υπόλοιπης Ιταλίας- με τους εργοδότες το 1920 με αφορμή την απεργία των μεταλλεργατών.[16] Στο μεταξύ άδειαζαν οι γραμμές του Σοσιαλιστικού Κόμματος από εργάτες, όπως και η συνομοσπονδία CGL. Ως συνέπεια, αυξήθηκαν σε 1.000.000 από 100.000 τα μέλη της Ιταλικής Συνδικαλιστικής Ένωσης (USI) που αρχικά εμπνέονταν από τις αντιλήψεις της Α΄ Εργατικής Διεθνούς.[17] Η αρχή του κινήματος σηματοδοτείται με την εκλογή 32 εκπροσώπων των 2.000 εργατών της ΦΙΑΤ το Σεπτέμβριο του 1919 και τη σύσταση ενός εργατικού συμβουλίου που θα αποτελούσε την πρώτη πρωτοβουλία της συγκρότησης του ευρύτερου συστήματος των συμβουλίων. Ένα μήνα αργότερα θα συνερχόταν η πρώτη συνέλευση των συμβουλίων στο Τορίνο και θα εκπροσωπούσαν 30.000 εργάτες. Οι προγραμματικοί στόχοι τους ήταν η άμεση δημοκρατία στους χώρους παραγωγής, η ενίσχυση της ταξικής εργατικής αλληλεγγύης και η συλλογική αυτοδιαχείριση των εργοστασίων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο Γκράμσι, παρ’ ότι συμμεριζόταν αρκετές από τις αναρχοσυνδικαλιστικές απόψεις, κρατούσε σαφείς αποστάσεις από τους αναρχοσυνδικαλιστές θεωρώντας πως ο αυθορμητισμός τους εμπόδιζε τη διαρκή πολιτική εκπαίδευση των εργατών και, ουσιαστικά, την πολιτική δραστηριότητα.[18] Στη διάρκεια της Κόκκινης Διετίας 1918-1920, οι εργάτες καταλάμβαναν τα εργοστάσια και συνέχιζαν αυτοδιαχειριζόμενοι την παραγωγή με τη λειτουργία σε καθημερινή βάση των εργατικών συμβουλίων. Συνολικά 2.000.000 εργάτες συμμετείχαν στο συγκεκριμένο αγώνα. Η εξέλιξη όμως ήταν διαφορετική. Τα συμβούλια ηττήθηκαν και ο έλεγχος των συνδικάτων πέρασε σε πιο μετριοπαθείς συνδικαλιστές.  Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, ο Γκράμσι θεωρούσε ότι τα συνδικάτα έπρεπε να ξεφύγουν από τον παραδοσιακό ρόλο που τους επιφύλασσαν οι οικονομίστικες εκδοχές του μαρξισμού και να αναπτύξουν μια στρατηγική κοινωνικού μετασχηματισμού. Η άποψή του ήταν ότι το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, καθώς επεκτεινόταν, δημιουργούσε ένα ολοένα και μεγαλύτερο στρώμα αξιωματούχων που αποσπάτο από τις μεμονωμένες επιχειρήσεις, το προσωπικό των οποίων εκπροσωπούσε, και ουσιαστικά εργαζόταν ακολουθώντας τους νόμους του εμπορίου, διαπραγματευόμενο την τιμή του εμπορεύματος της εργασίας με τους εργοδότες και εγγυάτο την πειθαρχία των εργατών στους όρους και τις διατάξεις της συλλογικής σύμβασης που υπογραφόταν με τους εργοδότες.[19]  Με άλλα λόγια, ήταν εντελώς αδιάφορο για τους συνδικαλιστές αν στο παρελθόν ξεκίνησαν ως οικοδόμοι, ιδιωτικοί υπάλληλοι γραφείου, βιομηχανικοί εργάτες ή τεχνικοί, δημόσιοι υπάλληλοι ή μισθωτοί επιστήμονες. Αρκεί που γνώριζαν πώς να διαπραγματεύονται με τους εργοδότες και ως αντισυμβαλλόμενοι να υπογράφουν τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Έτσι δεν χρειαζόταν η γνώση των ειδικών κανόνων και τεχνικών του συγκεκριμένου επαγγέλματος αλλά μόνο του εργατικού δικαίου που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Αυτή η κατάσταση παγιώθηκε με τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων και τη διεθνοποίηση των αγορών στις οποίες δραστηριοποιούνται. Κι όμως, ο Γκράμσι θεωρούσε ότι το συνδικάτο δεν είναι ένα προκαθορισμένο πολιτικό φαινόμενο αλλά αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, εργαλείο των ίδιων των μελών του που έχουν τις δυνατότητες να καθορίζουν τη στρατηγική και τακτική του είτε μαζί είτε και ενάντια στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Αυτή η συμβολή του στη συζήτηση για τα συνδικάτα συνδυάζεται με την αντιπρότασή του για την επέκταση των εργατικών συμβουλίων και των αρμοδιοτήτων τους με βάση το πρότυπο των αυτοκινητοβιομηχανιών της Βόρειας Ιταλίας. Απέναντι στους εργοδότες, σύμφωνα με τον Γκράμσι, τα συνδικάτα εμφανίζονται πειθαρχημένα γιατί πρέπει να υπερασπίσουν την εργασιακή νομιμότητα που κατέκτησαν με τους συγκεκριμένους αγώνες τους επιβάλλοντας τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Πρόκειται για έναν συμβιβασμό «που πρέπει να υποστηριχθεί μέχρις ότου ο συσχετισμός δυνάμεων ευνοήσει την εργατική τάξη». Τα εργατικά συμβούλια, όμως, είναι η επαναστατική «άρνηση της νομιμότητας» και επιδιώκουν «να οδηγήσουν την εργατική τάξη στην κατάκτηση της βιομηχανικής εξουσίας». Λόγω του «επαναστατικού αυθορμητισμού τους» τα εργατικά συμβούλια «μπορούν ανά πάσα στιγμή να προκαλέσουν ταξικό πόλεμο» ενώ τα συνδικάτα λόγω της «γραφειοκρατικής μορφής τους» έχουν την τάση να τον εμποδίζουν ή να τον αποτρέπουν.  Όμως, πρέπει να επισημαίνουμε συχνά πως η συζήτηση για τα συνδικάτα και τη γραφειοκρατία δεν ξεκίνησε από τον Γκράμσι αλλά από τον Γάλλο θεωρητικό του αναρχοκομμουνισμού Georges Sorel [20] και το Γερμανό κοινωνιολόγο Robert Michels,[21] ο οποίος, μελετώντας αρχικά την εξέλιξη του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος των αρχών του αιώνα, τόνισε ότι, ανεξάρτητα από το αν εκφράζεται ρητά ή σιωπηρά, υπάρχει σαφής τάση ανάπτυξης «θεσμικών» συμφερόντων τόσο στα εργατικά συνδικάτα όσο και στα εργατικά κόμματα. Τα «θεσμικά» συμφέροντα έρχονται συχνά σε αντίθεση με τα συμφέροντα των μελών των εργατικών συνδικάτων. Στα  εργατικά συνδικάτα και στα εργατικά κόμματα διαμορφώνεται μια εκπαιδευμένη ελίτ εργατών οι οποίοι, από την ηγετική θέση τους στα συνδικάτα, δημιουργούν για τους εαυτούς τους υλικές και κοινωνικές συνθήκες διαφορετικές από αυτές των εργατών –μελών των μόνιμων και θεσμοποιημένων πλέον εργατικών οργανώσεων. Ο Michels θεωρεί ότι ως επακόλουθο της κοινωνικής διαφοροποίησης της ηγεσίας από τη βάση αρχίζει η πολιτική συντηρητικοποίηση της ηγεσίας και η αποστασιοποίηση των μελών των ηγετικών ομάδων από τους αρχικούς ριζοσπαστικούς στόχους και την αριστερή πολιτική των οργανώσεών τους. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία επικαλείται, κατά το συγγραφέα, την έννοια της «αποτελεσματικότητας» (οι ηγέτες ειδικεύονται σε ορισμένα καθήκοντα και η ειδική γνώση τους καθιστά «αναντικατάστατους»). Η βάση (rank and file) του συνδικάτου τα αναθέτει όλα στους «αξιωματούχους», δεν πηγαίνει συχνά στις συνελεύσεις (ενίοτε δεν κάνει τον κόπο να εγγραφεί στο συνδικάτο ένας εργαζόμενος), αναπτύσσει στάσεις ευγνωμοσύνης και πίστης στους ηγέτες που συχνά μεγαλοπιάνονται και ενισχύουν την εξουσία τους, θεωρώντας ότι επειδή σημαντικός αριθμός εργαζομένων τους ακολουθεί πιστά μπορούν να διαπραγματεύονται για κάθε ζήτημα που αφορά το κοινωνικό τους status. Από τη στιγμή δε που αρχίζουν να οι οργανώσεις να μεγαλώνουν πέρα από κάποιο όριο, συσσωρεύοντας ταυτόχρονα έσοδα και κεφάλαια, διορίζονται αξιωματούχοι πλήρους απασχόλησης, ιδρύονται συνδικαλιστικές σχολές, εκδίδονται εφημερίδες και περιοδικά κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει ότι οι ηγέτες των συνδικάτων αποκτούν διευθυντική εξουσία πρόσληψης και απόλυσης μισθωτών που νοιώθουν ότι οφείλουν την εργασία τους στους ηγέτες και την οργάνωση και από αυτή την άποψη αποτελούν στοιχείο συντηρητικοποίησης.[22] Εν ολίγοις, συχνά οι κατέχοντες τα αξιώματα των συνδικάτων έχουν διακριτά συμφέροντα από αυτά των μελών τους, επειδή υπάρχουν επαγγέλματα, κλάδοι και χώροι εργασίας όπου χρειάζεται η παρουσία και δραστηριότητα διαμεσολαβητών μεταξύ εργοδοσίας και εργατών, επειδή πρέπει αυτοί να καλύπτουν διεσπαρμένους ανά την επικράτεια εργαζόμενους και να εκφράζουν το «μέσο όρο», έχουν εμπειρία και πρόσβαση στην πληροφόρηση και, τέλος, είτε λόγω της συνδρομής των εργοδοτών είτε λόγω της συνδρομής των μελών είτε και τα δύο, καταφέρνουν να έχουν προνομιακούς μισθούς και σχέση εργασίας σε σύγκριση με τα μέλη τους. Αυτή η κατάσταση παγιώνεται περισσότερο όσο αυξάνουν τα παραπάνω μεγέθη με αποτέλεσμα να μειώνονται τα όρια των στρατηγικών επιλογών που έχουν στη διάθεσή τους τα συνδικάτα. Παραδείγματος χάριν, σε περιπτώσεις κοινωνικο-πολιτικής κρίσης που παίρνει το χαρακτήρα εξέγερσης ή/και επαναστατικής κατάστασης, συχνά τα μεγάλα συνδικάτα και οι συνομοσπονδίες έχουν υποστηρίξει ενεργητικά την άρχουσα τάξη της χώρας στο βαθμό που διακυβεύεται η κοινωνική θέση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας από τυχόν κατάρρευση ή ανατροπή του συστήματος. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των γερμανικών συνδικάτων κατά την επανάσταση του 1918 και η βρετανική γενική απεργία του 1926. Στη λιγότερο επικίνδυνη για το καπιταλιστικό σύστημα κρίση όπως αυτή της Αυστραλίας στις 11 Νοεμβρίου 1975, η ηγεσία της ACTU δεν ενδιαφέρθηκε να υποστηρίξει την κυβέρνηση Whitlam.[23]  Παρά τη γενίκευση της γερμανικής εμπειρίας του και την αναγωγή των συμπερασμάτων του σε θεωρία που την ονόμασε «ο σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας», πάντοτε διατηρούσε την ελπίδα ότι το δημοκρατικό σύνταγμα (το καταστατικό του κόμματος ή του συνδικάτου), αν και δεν εμποδίζει τη δημιουργία της ολιγαρχίας και της ελίτ γενικά, παρέχει τη δυνατότητα «κυκλοφορίας και ανανέωσης των ελίτ».

3. Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

 Ποια είναι η σημερινή κατάσταση στην οποία ζουν και δουλεύουν οι εργαζόμενοι και στα πλαίσια της οποίας δρουν τα σύγχρονα εργατικά συνδικάτα;  Σήμερα ζούμε στις συνθήκες της κατάρρευσης του διπολισμού, της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, της παγκοσμιοποίησης των αγορών, της συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας, της ιδιωτικοποίησης των δημοσίων επιχειρήσεων, της αύξησης των ελαστικών μορφών εργασίας και της μακροχρόνιας ανεργίας, καθώς και του περιορισμού της συλλογικής εκπροσώπησης στα όργανα λήψης αποφάσεων.[24]  Ειδικότερα, όσον αφορά την ευελιξία των σχέσεων εργασίας αυτή αναλύεται στα παρακάτω:
· ευελιξία αμοιβών εργασίας
· εξωτερική (σε σχέση με την επιχείρηση) ποσοτική εργασιακή ευελιξία (δηλαδή, οι εργοδότες αποφασίζουν τον αριθμό των εργαζομένων που επιθυμούν να απασχολούν σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή)
· ανάθεση διαφόρων εργασιών και υπηρεσιών σε τρίτους (υπεργολαβίες, outsourcing και putting-out)
· εσωτερική ποσοτική ευελιξία της εργασίας (ευελικτοποίηση και αναδιοργάνωση του χρόνου εργασίας και των βαρδιών)
· ποιοτική ή λειτουργική ευελιξία της εργασίας (ανάθεση εργασίας και εκ περιτροπής εργασία – rotation ανάλογα με τις ανάγκες των εργοδοτών).
[25]
Στον τραπεζικό τομέα η κατάσταση έχει και τις δικές της ιδιαιτερότητες. Στην δε ελληνική περίπτωση, όπου οι αλλαγές λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη του μεγάλου κύκλου συγχωνεύσεων, εξαγορών και συνεργιών, την ίδρυση νέων ιδιωτικών τραπεζών και την ιδιωτικοποίηση των τραπεζών δημοσίου συμφέροντος, την «υποχρεωτική» λόγω ένταξης στην ΟΝΕ μεταβολή οργανωτικών και εργασιακών προτύπων, την υιοθέτηση των πελατειοκεντρικών συστημάτων, οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις επέρχονται με ραγδαίους ρυθμούς. Την ίδια ώρα τα συνδικάτα αδυνατούν να προλάβουν τις εξελίξεις και συχνά βρίσκονται «με την πλάτη στον τοίχο» δίνοντας μάχες οπισθοφυλακής. Τα βασικότερα θέματα εργασιακών σχέσεων και εργασιακών προτύπων διαδικασιών που εντοπίστηκαν μέσα από τις μελέτες των ερευνητών του ΙΝ.Ε./Ο.Τ.Ο.Ε. και είτε τίθενται υπό αμφισβήτηση από την εργοδοσία είτε γίνεται προσπάθεια επιβολής τους είναι τα ακόλουθα:
· επιμήκυνση χρόνου λειτουργίας των τραπεζών σε ημερήσια ή εβδομαδιαία βάση
· βελτίωση διαδικασιών επαγγελματικής κατάρτισης
· διατήρηση ή κατάργηση των αυστηρά ιεραρχικών διοικητικών δομών
· ικανότητα αποτελεσματικής χρησιμοποίησης των Η/Υ από τους εργαζόμενους
· εξωτερίκευση εργασιών
· επέκταση εφαρμογών των Η/Υ και των τηλεπικοινωνιών
· υποκίνηση εργαζομένων με σκοπό την ανάπτυξη πρωτοβουλίας
· ανάθεση ευθυνών στις κατώτερες βαθμίδες της εργασιακής ιεραρχίας
· απλοποίηση στην οργάνωση των εργασιών
· σύνδεση αμοιβής και εργασιακής επίδοσης
· καταλληλότητα και σαφήνεια επιχειρησιακών στόχων
· ευελιξίες εσωτερικής και εξωτερικής αγοράς εργασίας
· μερική απασχόληση
· συμβάσεις ορισμένου χρόνου
· ανάπτυξη νέων συστημάτων υπηρεσιακής αξιολόγησης προσωπικού
· ευελιξία χρόνου εργασίας
· σύνδεση αμοιβών προσωπικού με τα αποτελέσματα της επιχείρησης
· αποσύνδεση καριέρας από το χρόνο προϋπηρεσίας
· ύπαρξη ηθικών κινήτρων για την αύξηση της παραγωγικότητας και της ποιότητας των προσφερομένων υπηρεσιών
· μη μονιμότητα της απασχόλησης
· αποσύνδεση της δραστηριότητας από τον κύριο χώρο εργασίας
· προσέλκυση «έτοιμων στελεχών» από την αγορά εργασίας και αποδυνάμωση των εσωτερικών αγορών εργασίας
· μείωση χρόνου εργασίας με, ή χωρίς, μείωση αποδοχών.
[26]
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε και τις προσλήψεις ενοικιαζόμενων εργαζομένων με χαμηλότερες αμοιβές και λιγότερα δικαιώματα σε σχέση με το εναπομείναν μόνιμο προσωπικό.[27] Επιπλέον, στην ημερήσια διάταξη των σύγχρονων «κοινωνιών της γήρανσης» τίθεται επιτακτικά το λεγόμενο «ασφαλιστικό» πρόβλημα. Σε αυτές τις συνθήκες, τα συνδικάτα, τα μέλη και οι ηγεσίες τους προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητά τους, τη στρατηγική και την τακτική προστασίας και διεύρυνσης των δικαιωμάτων τους, καθώς και να εντάξουν στις γραμμές τους τις νέες κατηγορίες εργαζομένων που δουλεύουν με ελαστικές σχέσεις εργασίας (μετανάστες, συμβασιούχοι, μερικώς απασχολούμενοι, προσωρινά απασχολούμενοι, «ενοικιαζόμενοι»[28] κ.α.). Ταυτόχρονα, εντοπίζουμε μια μεγάλη διαφορά στην οργάνωση και λειτουργία των συνδικάτων που σχετίζεται τόσο με τη γραφειοκρατική δομή και νοοτροπία όσο και με την τεχνοκρατική διάσταση που ολοένα και μεγαλώνει με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την έκρηξη των γνώσεων (χαρακτηριστική είναι η ίδρυση των Ινστιτούτων Εργασίας ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΟΤΟΕ και άλλων δευτεροβάθμιων οργανώσεων).[29]  Ας δούμε, κατ’ αρχήν, πώς οι ίδιοι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Η έλλειψη μεγάλων σειρών δεδομένων κοινωνικών ερευνών περιορίζει τη χρήση ποσοτικών μεθόδων για την ανάλυσή μας. Έτσι θα σταθούμε μόνο σε ορισμένες έρευνες που διενήργησε το Ινστιτούτο VPRC.[30]   Στο ερώτημα «πιστεύετε ότι η ρύθμιση του ασφαλιστικού πρέπει να γίνει με ενιαίο τρόπο για όλους τους εργαζόμενους στις Τράπεζες, ή όχι», οι απαντήσεις «στο σύνολο του δείγματος» είχαν ως εξής: 82,4% με ενιαίο τρόπο, 14,7% με διαφορετικό τρόπο, ενώ 2,9% δεν γνώριζε ή δεν απάντησε. Αυτή η ερώτηση απαντήθηκε ως εξής κατά Τράπεζες: α) υπέρ ενιαίου τρόπου ρύθμισης: 91,4% EurobankErgasias, 87,3% ΑΤΕ, 83,3% Τράπεζα Πειραιώς, 82,5% Εμπορική, 82,5% Άλλες Τράπεζες, 75,3% Alpha Bank, 55,5% Κρατικές και ειδικευμένες, β) υπέρ διαφορετικού τρόπου ρύθμισης: 44,5% Κρατικές και ειδικευμένες, 20,6% Alpha, 15,4% ΕΤΕ, 14,5% Εμπορική, 12,9% Άλλες Τράπεζες, 11,1% Τράπεζα Πειραιώς. Πόσο ενημερωμένοι είναι οι εργαζόμενοι των τραπεζών για τις προτάσεις της ΟΤΟΕ σχετικά με το Ασφαλιστικό; Οι απαντήσεις (στο σύνολο του δείγματος) είχαν ως εξής: 40% λίγο, 33,2% αρκετά, 17,9% καθόλου, 8,8% πολύ , ενώ μόνο 0,1% δεν γνώριζε ή δεν απάντησε.  Η επόμενη σειρά ερωτημάτων αφορά τον σημερινό συνδικαλισμό στις τράπεζες: Η πρώτη ερώτηση ήταν: «στην τράπεζα όπου εργάζεστε υπάρχει σωματείο;». Στο σύνολο του δείγματος, οι απαντήσεις είχαν ως εξής: 93,4% Ναι, 3,1% Όχι ενώ 3,5% δεν γνώριζαν ή δεν απάντησαν. Στην επόμενη ερώτηση «εσείς προσωπικά είστε μέλος;» οι απαντήσεις (στο σύνολο του δείγματος) ήταν οι ακόλουθες: 88% Ναι, 11,2% Όχι, ενώ 0,8% δεν γνώριζαν ή δεν απάντησαν. Η ίδια ερώτηση κατά ηλικιακές κατηγορίες απαντήθηκε ως εξής: α) «Ναι» 55-64 ετών (94,2%), 45-54 ετών (93,6%), 35-44 ετών (88%), 25-34 ετών (86%), 18-24 ετών (64,5%) β) «Όχι» 25-34 (14%), 35-44 ετών (12%), 18-24 ετών (11,6%), 45-54 ετών (6%), 55-64 (5,8%). Κατά τράπεζα τα αποτελέσματα ήταν τα εξής: α) «Ναι» 100% Κρατικές κι ειδικευμένες, 93,4% ΑΤΕ, 91,9% ΕΤΕ, 91,2% Εμπορική, 90,5% EurobankErgasias, 89,6% Alpha Bank, 82,3% Τράπεζα Πειραιώς, 70% Άλλες Τράπεζες β) «Όχι» 30% Άλλες Τράπεζες, 17,7% Τράπεζα Πειραιώς, 10,4% Alpha Bank, 8,8% Εμπορική, 8,1% ΕΤΕ, 5,5% ΑΤΕ, 5,3% EurobankErgasias, 0% Κρατικές και ειδικευμένες. Από όσους απάντησαν ότι δεν ανήκουν σε σωματείο ζητήθηκε να αναφέρουν τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό. 21,7% απάντησαν ότι δεν τους ενδιαφέρει, ούτε τους απασχολεί ούτε το σκέφτονται, 11,1% ότι δεν προσφέρει τίποτα. 9,4% δεν έχουν ενδιαφερθεί ακόμη. Για το 9.3% ο λόγος είναι ότι δεν υπάρχει σωματείο στην τράπεζα, ενώ για το 9,1% ότι θέλουν να είναι ανεξάρτητοι και για άλλο ένα 9,1% ότι δεν έχουν ελεύθερο διαθέσιμο χρόνο. 6% δεν θέλουν να ανακατευθούν ή φοβούνται. 4% δεν έχουν ενημέρωση. Για το 3% ο λόγος είναι ο εργατοπατερισμός, ενώ για το 2,5% ότι οι ίδιοι δεν είναι πολιτικοποιημένοι. 2,3% θεωρούν ότι ο συνδικαλισμός είναι κομματικοποιημένος-κρατικοδίαιτος, 1,8% ότι λειτουργεί αρνητικά στις προαγωγές και 0,9% διότι δεν έχει εμπιστοσύνη. Άλλο λόγο πρόβαλε το 1,5% ενώ 8,5% δεν γνώριζαν ή δεν απάντησαν. Από όσους απάντησαν ότι δεν υπάρχει σωματείο ζητήθηκε να απαντηθεί το ερώτημα «το να δημιουργηθεί στο άμεσο μέλλον στη δουλειά σας, ή στον κλάδο της δουλειάς σας σωματείο (σύλλογος) εργαζομένων είναι κάτι που θα το χαρακτηρίζατε»: α) «Ρεαλιστικό/εφικτό»: 54,3% Μάλλον Όχι έναντι 33,8% Μάλλον Ναι β) «Μοντέρνο» 59% Μάλλον Όχι έναντι 30,2% Μάλλον Ναι γ) «Αποτελεσματικό» 44,3% Μάλλον Όχι έναντι 48,4% Μάλλον Ναι δ) «Αδιάφορο» 19,1% Μάλλον Όχι έναντι 77,9% Μάλλον Ναι ε) «Απαραίτητο/Αναγκαίο» 48,2% Μάλλον Όχι έναντι 45,8% Μάλλον Ναι.  Από το σύνολο των ερωτώμενων ζητήθηκε να χαρακτηρίσουν τις προσωπικές σχέσεις μεταξύ των εργαζομένων στο εργασιακό περιβάλλον στο οποίο εργάζονται. Οι απαντήσεις ήταν οι ακόλουθες: 41,9% φιλικές, 39,8% συναδελφικές, 13,6% τυπικές, 3,7% ανταγωνιστικές, 0,5% εχθρικές, ενώ 0,5% δεν γνώριζε ή δεν απάντησε. Από το σύνολο των ερωτώμενων ζητήθηκε να δηλώσουν πόσο ικανοποιημένοι είναι από τη συνδικαλιστική τους εκπροσώπηση. Οι απαντήσεις έχουν ως εξής: 36,4% λίγο, 31,8% αρκετά, 19,7% λίγο, 5,1% πολύ, ενώ 7% δεν γνώριζαν ή δεν απάντησαν. Αθροιστικά τα ποσοστά των «πολύ» και «αρκετά ικανοποιημένων» από τη συνδικαλιστική τους εκπροσώπηση κατά τράπεζες είναι: EurobankErgasias, 40% ΕΤΕ, 38,7% Εμπορική, 38,4% Τράπεζα Πειραιώς, 33,5% Alpha Bank, 28,5% Κρατικές και ειδικευμένες, 26,2% Άλλες Τράπεζες, 23,7% ΑΤΕ.  Από το σύνολο των ερωτώμενων ζητήθηκε να απαντήσουν στο ερώτημα «πόση εμπιστοσύνη έχετε στα συνδικάτα για την προώθηση των συμφερόντων σας;». Οι απαντήσεις είναι οι εξής: 42,4% Όχι και τόση εμπιστοσύνη, 30,1% αρκετή εμπιστοσύνη, 19,4% καμία εμπιστοσύνη, 5% μεγάλη εμπιστοσύνη, ενώ 3,1% δεν γνώριζαν ή δεν απάντησαν. Στην ερώτηση «πιστεύετε ότι οι εργαζόμενοι χρειάζονται σήμερα τα συνδικάτα, ή αυτά δεν τους είναι πια απαραίτητα;», οι απαντήσεις (στο σύνολο του δείγματος) είναι οι ακόλουθες: 88,1% τα χρειάζονται, 9,2% δεν τους είναι πια απαραίτητα, ενώ 2,7% δεν γνώριζαν ή δεν απάντησαν. Από το σύνολο των ερωτώμενων ζητήθηκε να απαντήσουν εάν το τελευταίο διάστημα είχαν δει ή ακούσει κάτι στο ραδιόφωνο, ή στις εφημερίδες, σχετικά με την ΟΤΟΕ. Οι απαντήσεις ήταν: 62,1% Ναι, 36,7% Όχι, 1,2% δεν γνώριζαν ή δεν απάντησαν». Οι απαντήσεις κατά ηλικιακές κατηγορίες ήταν: α) «Ναι» 67% 45-54 ετών, 64,7% 25-34 ετών, 60,3% 18-24 ετών, 59,9% 35-44 ετών, 48,5% 55-64 ετών β) «Όχι» 46% 55-64 ετών, 39,7% 18-24 ετών, 38,3% 35-44 ετών, 32,8% 45-54 ετών. Οι απαντήσεις κατά τράπεζες ήταν: α) «Ναι» 77,9% ΑΤΕ, 67,7% Άλλες Τράπεζες, 65,6% Alpha Bank, 61,2% EurobankErgasias, 60,1% Εμπορική, 58,9%  Κρατικές και ειδικευμένες, 57,7% Τράπεζα Πειραιώς, 55,4% ΕΤΕ β) «Όχι» 43,2% ΕΤΕ, 42,3% Τράπεζα Πειραιώς, 41,1% κρατικές και ειδικευμένες, 38,8% EurobankErgasias, 37,7% Εμπορική, 32,3% Άλλες Τράπεζες, 30,6% Alpha Bank, 22,1% ΑΤΕ.  Κατόπιν, οι ερωτώμενοι κλήθηκαν να απαντήσουν στην ερώτηση «το σωματείο του χώρου σας έχει τη δύναμη να επιβάλλει στη διοίκηση της Τράπεζας την ικανοποίηση των αιτημάτων που αφορούν τα μέλη του;». Οι απαντήσεις ήταν: 50,2% μάλλον ναι, 37% μάλλον όχι, 9,9% ΔΓ/ΔΑ, 3% δεν υπάρχει σωματείο. Η τελευταία ερώτηση αυτής της ενότητας ήταν «ποιος πιστεύετε ότι είναι ο πιο κατάλληλος τρόπος για την αντιμετώπιση των εργασιακών προβλημάτων;». Οι απαντήσεις (στο σύνολο του δείγματος) είχαν ως εξής: 79,3% ο διάλογος εργοδοτών/εργαζομένων, 10,2% η κινητοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, 7,1% οι παρεμβάσεις των κυβερνήσεων με νόμους, 3,8% η προσφυγή στη δικαιοσύνη, ενώ 0,6% δεν απάντησαν ή δεν γνώριζαν. 

 Η γενική έρευνα «Συνδικάτα και εργασία» (Ιούλιος και Δεκέμβριος 2000)

 Από το σύνολο των ερωτώμενων του δείγματος το 51,5% εργάζεται ως μισθωτός στον ιδιωτικό τομέα, το 19,5% εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος στην με την στενή έννοια δημόσια διοίκηση (περιλαμβάνονται δημόσια νοσοκομεία, καθηγητές-δάσκαλοι κλπ.) και το 5,6% σε ΔΕΚΟ και άλλες δημόσιες επιχειρήσεις, και το 2,9% είναι αλλοδαποί/ές εργαζόμενοι στην Ελλάδα. Το 12,2% είναι άνεργοι που έχουν χάσει τη δουλειά τους και το 8,4% είναι άνεργοι που ζητούν εργασία για πρώτη φορά. Τον Δεκέμβριο του 2000, το 65,6% δήλωσε ότι δεν ανήκει σε κανένα σωματείο εργαζομένων, το 21,8% είναι μέλος σε σωματείο του επαγγελματικού κλάδου του, το 8,2% ανήκει σε σωματείο της επιχείρησης όπου δουλεύει ή του χώρου δουλειάς του, το 3,6% ανήκει και στα δύο ενώ δεν απάντησαν 0.9%. Τα αντίστοιχα ποσοστά της έρευνας του 1995 ήταν: 64,6%, 16,4%, 13,2%, 3,6% και 0%.  Απ’ όσους δεν ανήκουν σε σωματείο ζητήθηκε να δηλώσουν τους λόγους για τους οποίους δεν εγγράφονται. Οι απαντήσεις έχουν ως εξής: 28,8% «αρνητικές απόψεις για το συνδικαλισμό», 16,1% «δεν υπάρχει», 8,7% «δεν είχα προβλήματα / δεν έτυχε», 5,2% «δεν έχω ενημέρωση», 4,4% «δεν έχω χρόνο», 3,9% «δεν έχω εμπιστοσύνη», 2,9% «δεν ασχολούμαι με τα κοινά», 1,9% «αλλάζω δουλειές», 1,2% «δεν το επιτρέπει η δουλειά μου», 1% «κομματικοποίηση»,. 1% «Άλλο», 25% «δεν γνωρίζω/δεν απαντώ». Η επόμενη ερώτηση ήταν «το να δημιουργηθεί στο άμεσο μέλλον στη δουλειά σας, ή στον κλάδο της δουλειάς σας σωματείο/σύλλογος των εργαζομένων είναι κάτι που θα το χαρακτηρίζατε». Οι απαντήσεις ήταν οι εξής: «Μάλλον Ναι» 54,5% απαραίτητο/αναγκαίο, 48,4% αποτελεσματικό, 39,5% ρεαλιστικό/εφικτό, 23,5% μοντέρνο, 20,2% αδιάφορο, έναντι «Μάλλον Όχι» 56% Αδιάφορο, 49,2% μοντέρνο, 33,1% ρεαλιστικό/εφικτό, 22,8% αποτελεσματικό, 20,4% απαραίτητο/αναγκαίο.  Στο ερώτημα «Το να δημιουργηθεί στο άμεσο μέλλον στη δουλειά σας, ή στον κλάδο της δουλειάς σας σωματείο/σύλλογος των εργαζομένων είναι κάτι που θα το χαρακτηρίζατε», οι απαντήσεις από άνεργους και αλλοδαπούς είχαν ως εξής: οι Άνεργοι θεωρούν σε ποσοστό 65,9% απαραίτητο το σωματείο έναντι 54,1% των αλλοδαπών, ενώ αποτελεσματικό το θεωρούν οι άνεργοι κατά 76,2% και οι αλλοδαποί κατά 57,1%.  Από το σύνολο των ερωτηθέντων το 84,9 % θεωρεί απαραίτητα τα συνδικάτα, το 11,9% δεν τα θεωρεί απαραίτητα ενώ το 3,2% δεν γνώριζε ή δεν απάντησε. Η επόμενη ενότητα ερωτήσεων αφορά τη ΓΣΕΕ. «Το τελευταίο διάστημα έχετε δει, ή ακούσει κάτι στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, ή στις εφημερίδες, σχετικά με την                                ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΓΣΕΕ);(Δεκέμβριος 2000)». Οι απαντήσεις στη συγκεκριμένη ερώτηση είχαν ως εξής: 53,7% ΝΑΙ, 44,5% ΟΧΙ, 1,8% Δεν γνωρίζω/Δεν απαντώ. «Το τελευταίο διάστημα έχετε δει, ή ακούσει κάτι στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, ή στις εφημερίδες, σχετικά με την                                ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΓΣΕΕ);» Στη συγκεκριμένη ερώτηση οι απαντήσεις τον Δεκέμβριο 2000 είχαν ως εξής: 71,1% ΟΧΙ, 27,5% ΝΑΙ, 1,4% Δεν γνωρίζω/Δεν απαντώ. Οι αντίστοιχες απαντήσεις τον Ιούνιο 2000 είχαν ως εξής: 53,7% ΝΑΙ, 44,5% ΟΧΙ, 1,8% ΔΓ/ΔΑ. «Τι εντύπωση σας έκανε αυτό που διαβάσατε ή είδατε για τη ΓΣΕΕ; (Δεκέμβριος 2000). Οι απαντήσεις στο συγκεκριμένο ερώτημα είχαν ως εξής: 44,9% γενικά θετική, 28,3% γενικά αρνητική, 23,9% ούτε θετική ούτε αρνητική, ενώ 2,9% δεν γνώριζαν ή δεν απάντησαν. Οι αντίστοιχες απαντήσεις τον Ιούνιο 2000 είχαν ως εξής: 40,4% γενικά θετική, 33,3% ούτε θετική ούτε αρνητική, 22,5% γενικά αρνητική, ενώ 3,8% δεν γνώριζε ή δεν απάντησε.  Στο ερώτημα «Γνωρίζετε, ποιος είναι σήμερα ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ;» οι ερωτώμενοι απάντησαν ως ακολούθως: Ναι, ο κ. Χρήστος Πολυζωγόπουλος, 32,1% Δεκέμβριος 2000 (15% Ιούνιος 2000)˙ Ναι (λάθος απάντηση), 4,3% Δεκέμβριος 2000 (3,3% Ιούνιος 2000)˙ Όχι, δεν γνωρίζω, 62,6% Δεκέμβριος 2000 (80,3% Ιούνιος 2000)˙ ΔΑ 1% Δεκέμβριος 2000 (1,4% Ιούνιος 2000). Ως προς την προώθηση των συμφερόντων των εργαζομένων τα συνδικάτα θεωρούνται οι πιο ικανοί φορείς (60,6%) ενώ τα κόμματα αποδεικνύονται αναποτελεσματικά (7,4%).  Στο ερώτημα «Ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπος για την αντιμετώπιση των εργασιακών προβλημάτων;» οι απαντήσεις είχαν ως εξής (Δεκέμβριος 2000): 59,7% «Ο διάλογος εργοδοτών/εργαζομένων» (έναντι 60,9% τον Ιούνιο 2000 και 64,8% το 1995), 15,9% «Οι παρεμβάσεις των κυβερνήσεων με νόμους» (έναντι 22,9% τον Ιούνιο 2000 και 6,6% το 1995), 15,8% «Η κινητοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων» (έναντι 8,8% τον Ιούνιο 2000 και 20% το 1995), 5,7% «Η προσφυγή στη δικαιοσύνη» (έναντι 4,5% τον Ιούνιο 2000 και 5,6% το 1995), ενώ 3% δεν γνώριζε ή δεν απάντησε (έναντι 3% τον Ιούνιο 2000 και 0% το 1995).  Στην ερώτηση σχετικά με τη σχέση ανάμεσα στα συμφέροντα των εργοδοτών και των εργαζομένων, οι απαντήσεις είχαν ως εξής: 39,4% διαφορετικά (έναντι 3,2% τον Ιούνιο 2000 και 37,7% το 1995), 35,7% αντίθετα (έναντι 34,7% τον Ιούνιο 2000 και 42,8% το 1995), 12,1% κοινά (έναντι 13,4% τον Ιούνιο 2000 και 7,8% το 1995), 11,5% παρόμοια (έναντι 12,8% τον Ιούνιο 2000 και 10,4% το 1995), ενώ 1,3% δεν γνώριζε ή δεν απάντησε (έναντι 1,9% τον Ιούνιο 2000 και 0% το 1995).   Το έτος 2006 χαρακτηρίστηκε από αύξηση των συγκρουσιακών επεισοδίων στις σχέσεις κυβέρνησης-εργοδοτών από τη μια πλευρά και εργαζομένων από την άλλη. Η έννοια του «συγκρουσιακού επεισοδίου» αναφέρεται στις φάσεις εκείνες της λαϊκής συλλογικής δράσης κατά τις οποίες υπερισχύει η συγκρουσιακή-διεκδικητική δυναμική σε σχέση με την πρόκριση της συμμετοχής στις διαδικασίες «κοινωνικού διαλόγου και συναίνεσης».[31] Τραπεζικοί υπάλληλοι, εργαζόμενοι στα εργοστάσια παραγωγής λιπασμάτων,  ναυτεργάτες και βιβλιοϋπάλληλοι, αλλά και άλλες κατηγορίες εργαζομένων διεκδίκησαν μια σειρά αιτημάτων και προσπάθησαν να αποκρούσουν πολιτικές κλεισίματος εργοστασιακών μονάδων ή κατάργησης των διαπραγματεύσεων για κλαδική συλλογική σύμβαση.  Το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι ελληνικές συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων, κατά το πρόσφατο παρελθόν, ήταν η δυσπιστία της κοινής γνώμης απέναντι σ’ αυτές τις οργανώσεις. Δύο έρευνες της VPRC, που διενεργήθηκαν με αφορμή τις συγκρούσεις της ΟΤΟΕ με τους τραπεζίτες και την κυβέρνηση για το αν θα διεξάγονται κλαδικές συλλογικές διαπραγματεύσεις στο μέλλον και την απεργία των ναυτεργατών, έδειξαν ότι το κλίμα ενδέχεται να αλλάξει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.[32]  Τα ερωτήματα και οι απαντήσεις είχαν ως εξής:

  1. Γνώμη για τη ΓΣΕΕ:

Α. ΓενικάΘετική εντύπωση 45%Αρνητική εντύπωση 18Καμία Εντύπωση 31%ΔΓ/ΔΑ 6%Β. Μισθωτοί Ιδιωτικού ΤομέαΘετική εντύπωση 48%Αρνητική εντύπωση 13%ΔΓ/ΔΑ 4%Γ. ΆνεργοιΘετική 33%Αρνητική 10%Καμία εντύπωση 47%ΔΓ/ΔΑ

  1. Γνώμη για την ΑΔΕΔΥ

Α. ΓενικάΘετική 38%Αρνητική 18%Καμία εντύπωση 37%ΔΓ/ΔΑ 7%Β. Μισθωτοί Δημοσίου ΤομέαΘετική 58%Αρνητική 14%Καμία εντύπωση 25%ΔΓ/ΔΑ 3%

  1. Γνώμη για τα συνδικάτα

Τα χρειάζονται 81%Δεν τους είναι πια απαραίτητα 15%ΔΓ/ΔΑ  4%

  1. Επίλυση εργασιακών διαφορών που υπάρχουν σήμερα («Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο πιο κατάλληλος τρόπος;

Ο διάλογος μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων  65%Κινητοποίηση των οργανώσεων  14%Παρέμβαση της κυβέρνησης 12%Προσφυγή στη δικαιοσύνη   6%

ΔΓ/ΔΑ  3%

  1. Αναγνωρισιμότητα ΟΤΟΕ (Γνωρίζεται τι είναι η ΟΤΟΕ;)

Ναι, η Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλλήλων Ελλάδος, Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων  45%Ναι, λάθος απάντηση 13%Όχι, δεν γνωρίζω 41%ΔΓ/ΔΑ 1%

  1. Το τελευταίο διάστημα έχετε δει, ή ακούσει κάτι στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, ή στις εφημερίδες, σχετικά με την Ομοσπονδία των Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδας (ΟΤΟΕ);

Ναι 80%Όχι 29%ΔΓ/ΔΑ 1%7.      Πιστεύετε ότι τους επόμενους δύο-τρεις μήνες θα γίνουν αρκετές, ή λίγες απεργίες και κινητοποιήσεις;Αρκετές 79%Λίγες 10%ΔΓ/ΔΑ 11%8.      Πιστεύετε ότι τους επόμενους δύο-τρεις μήνες θα γίνουν αρκετές, ή λίγες απεργίες και κινητοποιήσεις; (Μισθωτοί ιδιωτικός τομέας)Αρκετές 85%Λίγες 10%ΔΓ/ΔΑ 5%9.    Στην άρνηση των τραπεζών να υπογράψουν κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας (σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους), μάλλον πρέπει ή μάλλον δεν πρέπει να παρέμβει η Κυβέρνηση;Μάλλον πρέπει να παρέμβει η Κυβέρνηση 61%Μάλλον δεν πρέπει να παρέμβει η κυβέρνηση 27%ΔΓ/ΔΑ 12%10.  Σήμερα οι εργαζόμενοι μάλλον χρειάζονται τα συνδικάτα, ή μάλλον αυτά δεν τους είναι πια απαραίτητα;Τα χρειάζονται 81%Δεν τους είναι πια απαραίτητα 15%ΔΓ/ΔΑ 4%11.     Με τη στάση που τηρεί η ΟΤΟΕ στο ζήτημα του ασφαλιστικού των τραπεζών, του ωραρίου λειτουργίας, των εργασιακών σχέσεων και των κλαδικών συμβάσεων στις τράπεζες, θα λέγατε ότι…Δεν έχω ενημερωθεί  42%Συμφωνώ 17%Διαφωνώ 15%Μάλλον συμφωνώ 13%Μάλλον διαφωνώ 6%ΔΓ/ΔΑ 7%12.     Τον τελευταίο καιρό, οι διοικήσεις των Τραπεζών δεν δέχονται να υπογράψουν συλλογική σύμβαση εργασίας με την ΟΤΟΕ για όλους τους τραπεζοϋπαλλήλους και προτείνουν, κάθε τράπεζα, να υπογράφει σύμβαση μόνον με τους δικούς της υπαλλήλους. Από την άλλη πλευρά, η ΟΤΟΕ προτείνει να υπογραφεί συλλογική σύμβαση, που να ισχύει για τους υπαλλήλους όλων των τραπεζών. Τι θεωρείτε πιο σωστό;Οι τράπεζες να υπογράφουν κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας με την ΟΤΟΕ 68%Κάθε τράπεζα να υπογράφει σύμβαση με τους δικούς της υπαλλήλους.19%ΔΓ/ΔΑ 13% 13.     Απ’ όσα έχετε ακούσει, θα λέγατε ότι οι μισθοί των τραπεζοϋπαλλήλων, σήμερα στην Ελλάδα είναι γενικά υψηλοί, μάλλον υψηλοί, μάλλον χαμηλοί, ή χαμηλοί;Μάλλον υψηλοί  32%Υψηλοί 23%Μάλλον χαμηλοί 18%ΔΓ/ΔΑ 15%Χαμηλοί 11% 14.  Σε εσάς προκαλεί θετική, αρνητική, ή καμία εντύπωση η λέξη ΟΤΟΕ;
(Σύνολο απαντήσεων
)
Καμία εντύπωση 40%Θετική 35%Αρνητική 16%ΔΓ/ΔΑ 9%(Απαντούν μόνον όσοι έχουν ακούσει, δει, ή διαβάσει κάτι για την ΟΤΟΕ) Θετική 39%Καμία εντύπωση 37%15.  Η ΟΤΟΕ έχει τη δύναμη να επιβάλλει στις διοικήσεις των τραπεζών τα αιτήματα των τραπεζοϋπαλλήλων;Μάλλον Ναι 45%Μάλλον Όχι 42%
ΔΓ/ΔΑ 13%
16.  Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η πολιτική που ακολουθεί η Κυβέρνηση στα θέματα της οικονομίας θα αποδώσουν κάποια στιγμή σε όφελος των εργαζομένων και των συνταξιούχων; Μάλλον συμφωνείτε, ή μάλλον διαφωνείτε με αυτή την άποψη;Μάλλον διαφωνώ 61%Μάλλον συμφωνώ 31%ΔΓ/ΔΑ 9%17.  Το σημερινό ωράριο λειτουργίας των Τραπεζών, πόσο σας εξυπηρετεί;
Αρκετά 56%
Όχι και τόσο 19%Πολύ 15%      Καθόλου 7%ΔΓ/ΔΑ 2% Πέρα από την ποσοτική ανάλυση των ερευνών κοινής γνώμης, όπως αυτές της VPRC στις οποίες αναφερθήκαμε, πρέπει να ερευνήσουμε το θέμα της στοχοθεσίας του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στη συγκυρία αυτή. Η ανάλυση δείχνει ότι ένα μεγάλο πρόβλημα, το οποίο δεν είναι σημερινό αλλά είχε προκύψει ήδη από την εποχή της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, είναι η συχνά παρατηρούμενη απόκλιση μεταξύ στόχων και πραγματικών κατακτήσεων του συνδικαλιστικού κινήματος. Ήδη από τη δεκαετία του 1980 εντοπίζουμε αποκλίσεις διακηρυχθέντων στόχων για διεκδίκηση υψηλών αυξήσεων για να επέλθει συμβιβασμός μεταξύ εργοδοτικών και εργατικών ενώσεων σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα.[33] Επίσης, στα θεσμικά αιτήματα, όταν προβάλλονταν, κυριαρχούσε η λογική των διαγωνισμών. Αλλά και αυτός ο στόχος  επιτεύχθηκε εν μέρει. Η μερικότητα συνίσταται στο ότι ένας αριθμός εργαζομένων και στελεχών συνέχισε να προσλαμβάνεται χωρίς δημόσιο διαγωνισμό με αυθαίρετες αποφάσεις και κρίσεις (περιπτώσεις συμβούλων, «ειδικών», συμβασιούχων κλπ.). Πολλές φορές αυτές οι προσλήψεις είχαν ιδιαίτερα μαζικό χαρακτήρα (π.χ. σύμβουλοι) που επιβάρυναν τα μισθολόγια με υψηλές αποδοχές και, βεβαίως, τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Αρκετές μελέτες δείχνουν χαρακτηριστικά αυτή την απόκλιση. Στην πρώτη μελέτη υποστηρίζεται ότι η ελληνική συνδικαλιστική ηγεσία δεν μπόρεσε να γίνει κεντρικός πυρήνας ενός κοινωνικού μπλοκ δυνάμεων που να επιβάλλει τη δική του ηγεμονία στην κοινωνία –ειδικά στην περίοδο των κυβερνήσεων του εκσυγχρονιστικού πειράματος με το ΠΑΣΟΚ με την πρωθυπουργία του Κ. Σημίτη.[34] Ο λόγος ήταν ότι από τη μια «η λειτουργία και η δομή των ελληνικών συνδικάτων δεν μπορούσε να σε καθήκοντα αυτού του επιπέδου» και από την άλλη «η ηγεμονία δημιουργείται με την οργανική ενσωμάτωση των συμφερόντων τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων στα συμφέροντα του ηγεμόνα», ο οποίος στην τρέχουσα συγκυρία της εκσυγχρονιστικής διακυβέρνησης είναι το εργοδοτικό μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων. Ενώ η ΓΣΕΕ θέτει στόχους και αιτήματα «εθνικού εκσυγχρονισμού» ήδη από την απαρχή της περιόδου αυτής (ΟΝΕ, «Κοινωνικός Διάλογος») ο εργοδοτικός λόγος εμφανίζεται επιθετικός και ο ΣΕΒ διαμορφώνει ουσιαστικά την πολιτική ατζέντα και προσέρχεται στις διαπραγματεύσεις με αιτήματα προς την εργατική πλευρά και έχει συχνά την πολιτική δύναμη να τα επιβάλει ή να δεχθεί να κάνει ορισμένες ελάσσονες παραχωρήσεις όταν θέλει.[35] Σε πρόσφατη μελέτη, με αναφορά στο συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων στις τράπεζες τονίζεται πως παρ’ όλο που ξεκίνησε το 1974 ως ένα πολλά υποσχόμενο κοινωνικό κίνημα με στόχο να εκφράσει τις ριζοσπαστικές διαθέσεις και διεκδικήσεις ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας που ξεπερνούσε τα στενά πλαίσια του κλάδου, έχασε μεγάλο μέρος της δυναμικής του με την πρόσδεσή του στα πολιτικά κόμματα, ιδιαίτερα μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία το 1981 και την προσπάθεια θεσμικής και πολιτικής ενσωμάτωσής του σε διάφορα «συμμετοχικά» σχήματα διοίκησης παράλληλα με την διάσπαση, μέσω της κομματικοποίησης-παραταξιοποίησης, της παραδοσιακής συνοχής και αλληλεγγύης που διέκρινε ιστορικά το συγκεκριμένο κλάδο καθώς και με  τη γραφειοκρατικοποίηση-συντηρητικοποίηση. Ως αποτέλεσμα αυτής της πορείας τα σωματεία του κλάδου δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την αυτονομία τους και να χαράξουν γραμμή αποτελεσματικής υπεράσπισης των δικαιωμάτων των μελών τους, παρ’ όλο που σημαντικές δυνάμεις της αριστεράς και των ανεξάρτητων συνδικαλιστών είχαν στο παρελθόν καταφέρει να επιβάλλουν την υιοθέτηση κοινών αιτημάτων (π.χ. πενθήμερη εργασία, ενιαίο μισθολόγιο, εξομοίωση ασφαλιστικών δικαιωμάτων, βελτίωση της θέσης των γυναικών κ.α.).[36] Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της δεκαετίας του 1990-2000 ήταν η ίδρυση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ) το 1990. Οι κυρίαρχες παρατάξεις, στα πλαίσια της στροφής που εκδηλώνουν προς τη συνεργασία με τους εργοδότες στον «κοινωνικό διάλογο», ένοιωσαν την ανάγκη να «εκσυγχρονίσουν» τις μεθόδους παρέμβασής τους με την ίδρυση ενός επιστημονικού thinktank παρόμοιου με αυτά των ευρωπαϊκών συνδικάτων. Η επιτυχής λειτουργία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, που συν τοις άλλοις, αποτέλεσε πόλο έλξης πολλών κοινωνικών επιστημόνων, συμβολίζοντας έστω σε μικρογραφία την προσπάθεια συνεργασίας διανοουμένων και εργατών με τη Γκραμσιανή έννοια, είχε ως συνέπεια να υπάρξουν μιμητές σε κλαδικό επίπεδο με τη δημιουργία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ και την αναβάθμιση της λειτουργίας επιστημονικών ομάδων άλλων συνδικάτων (π.χ. ΟΛΜΕ/ΕΛΜΕ, ΔΟΕ κ.α.). Με πλειάδα εκδόσεων εργασιών ελλήνων και ξένων ερευνητών, την έκδοση περιοδικού και δελτίων, την προβολή του έργου μέσω του διαδικτυακού τόπου του καθώς και με τη λειτουργία τοπικών παραρτημάτων (π.χ. Πρέβεζα, Θεσαλονίκη κ.α.) το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ αναδεικνύεται σε σημαντικότατο παράγοντα της πολιτικής ζωής του τόπου. Χαρακτηριστικός είναι ο ρόλος του στην τεκμηρίωση της αντίθεσης του συνδικαλιστικού κινήματος στις αντιασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις που προσπάθησαν να επιβάλουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.[37]  

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 Πού μπορεί να βοηθήσει η Γκραμσιανή λογική στη σημερινή κατάσταση; Θα πρέπει να τονιστεί ότι η θεωρία του Γκράμσι, που διατυπώθηκε υπό διαφορετικές συνθήκες από τις σημερινές, δεν μπορεί να ερμηνεύσει όλα τα σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα και τις συλλογικές συμπεριφορές. Επιπλέον, έχει επισημανθεί από ορισμένους ότι ο Γκράμσι ήταν αποκλειστικά, ή τουλάχιστον κυρίως, εθνικός στοχαστής στο συγκεκριμένο πλαίσιο της Ιταλίας και ότι κάθε απόπειρα τοποθέτησής του σε ένα πλαίσιο όχι μόνο διαφορετικό από πλευράς γεωγραφικού χώρου αλλά και σε διαφορετικό χρονικό πλαίσιο στην ίδια του τη χώρα είναι παρακινδυνευμένη.[38] Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να φτάνουμε στην κατάσταση υπεραυστηρού ιστορικισμού αρνούμενοι τη δυνατότητα οποιασδήποτε σύγχρονης και ευρύτερης χωρικά προσέγγισης της Γκραμσιανής θεωρίας. Όπως τονίζεται από νεογκραμσιανούς μελετητές, όπως ο Stuart Hall,[39] ή διανοητές της φιλολογικής κριτικής, όπως ο Edward Said,[40] πρέπει αφενός μεν να μπορούμε να εντάσσουμε τον Γκράμσι στην ευρύτερη συζήτηση περί Βορρά και Νότου ή Ανατολής και Δύσης και των αντίστοιχων κοινωνικών διαστάσεων, αφετέρου δε να μην πέφτουμε στο άλλο άκρο και να θεωρούμε ότι κάθε ανάγνωση του έργου του Γκράμσι είναι τόσο διαφορετική από τις άλλες ώστε να μην υπάρχουν ορισμένα κοινά σημεία επαφής και ο Γκράμσι να μην υπάρχει ως αυτόνομη σκέψη με όλα τα παράγωγά της.    Η ανάδειξη των συνδικάτων σε συλλογικό πολιτικό υποκείμενο των εργαζομένων είναι μία προοπτική που αντλεί στοιχεία από το έργο του Γκράμσι καθώς εντάσσει τον κόσμο της οργανωμένης εργασίας σε μια διαδικασία μέσα από την οποία μπορεί να συνειδητοποιήσει τις δυνατότητες αυτοτελούς παρέμβασής του ως αυτεξούσια οντότητα και για τον καθορισμό της πολιτικής ατζέντας και την αποτελεσματικότερη προώθηση και διεύρυνση των διεκδικήσεων και των δικαιωμάτων του.[41] Η απεμπλοκή των συνδικάτων από μια σειρά παράγοντες που τα κρατούν στο περιθώριο είναι εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για μια τέτοια πορεία. Οι παράγοντες αυτοί είναι η εργοδοσία και ο πολιτικός λόγος της, το κράτος και οι μηχανισμοί του και, τέλος, τα πολιτικά κόμματα που ποζάρουν ως προστάτες ή καθοδηγητές του συνδικαλιστικού κινήματος θέτοντας τους εργαζόμενους ως παθητικούς θεατές στο περιθώριο. Ακόμη, η αναδιάρθρωση των συνδικάτων ώστε να περάσει η λήψη αποφάσεων στα χαμηλότερα επίπεδα οργάνωσης με μεθόδους άμεσης δημοκρατίας. Είναι δυνατή μια τέτοια πορεία σήμερα, παρά τις αντίξοες συνθήκες; Οι εμπειρίες των εναλλακτικών κινημάτων δείχνουν ότι μια τέτοια πορεία είναι δυνατή και ο στόχος της αναδημιουργίας ενός εργασιακού κοινωνικού κινήματος εφικτός.  Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η βάση της σκέψης του Αντόνιο Γκράμσι παραμένει ακόμη και σήμερα επίκαιρη στην εποχή που χρειάζεται μια νέα προσπάθεια για την κατάκτηση της «ηγεμονίας» από την πλευρά του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Κι αυτό γιατί, κατά την άποψή του, «η δράση νικά τα δάκρυα» για την κρίση και την αποσυνδικαλιστικοποίηση, δείχνοντας ότι τίποτε δεν είναι αναπόφευκτο και μοιραίο, όπως μέχρι σήμερα η ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού αφήνει στους ανθρώπους να εννοηθεί.

     


[1] Το παρόν κείμενο είναι η εισήγηση του γράφοντος στο επιστημονικό συνέδριο Ο Αντόνιο Γκράμσι στις σημερινές Κοινωνικές Επιστήμες και τη Θεωρία (Παρασκευή 30 Νοεμβρίου και Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007 ΠΑΝΤΕΙΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΚΕΝΤΡΟ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ).

[2] Όλες οι έννοιες προκύπτουν από τη σχέση της ανθρώπινης πρακτικής δραστηριότητας ή «πράξης» και των «αντικειμενικών» ιστορικών και κοινωνικών διεργασιών των οποίων η «πράξη» αποτελεί μέρος.
[3] Για μια πολύ καλή παρουσίαση του ιστορικισμού ως επιστημονικής μεθόδου, βλ. Hamilton, P. (2003) Historicism. London, UK: Routledge.
[4] Για την έννοια του «ντετερμινισμού», βλ. Honderich, T. (1988) A Theory of Determinism: The Mind, Neuroscience, and Life-Hopes. Oxford: Clarendon Press. 
[5]Βλ. Fiske, J. (1992) «British Cultural Studies and Television» in Allen C.R. (ed.) Channels of Discourse, Reassembled. London, UK: Routledge
[6] Βλ. Coppa, Fr. (1986) “Economic and Ethical Liberalism in Conflict: The extraordinary liberalism of Giovanni Giolitti”  σε  Coppa Fr. (ed.) Studies in Modern Italian History: From the Risorgimento to the Republic. New York, NY: Peter Lang. Bλ. επίσης το λήμμα Giovanni Giolitti στην 1911 Encyclopedia Britannica <http://encyclopedia.jrank.org/Cambridge/entries/020/Giovanni-Giolitti.html&gt;
[7] Βλ. εκτός των άλλων και τις απόψεις του H. Marcuse όπως παρουσιάζονται στο Bennett, Tony (1982) “Theories of the media, theories of society”. In Gurevitch, M., Bennett Τ., Curran J. & Woollacott J. (eds) (1982) Culture, Society and the Media. London: Methuen (Part 1, ‘Class, Ideology and the Media’)
[8] Gramsci, A. (1971) “The Intellectuals” in Selections from the Prison Notebooks. New York: International Publishers, σελ. 3-23. [Ελλ.έκδ: .Gramsci, Antonio. Α’ έκδοση: 2005/1972 Οι διανοούμενοι . Αθήνα : Στοχαστής,]. Gramsci, Antonio. (2005) Για τον Μακιαβέλι, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος / Αντόνιο Γκράμσι. Αθήνα : Ηριδανός,.
[9] Ibid, σελ. 336.
[10] Γι’ αυτή την «υποτίμηση» των δυνατοτήτων της εργατικής τάξης ο Γκράμσι θεωρείται ότι επηρεάστηκε αρκετά από τους ελιτιστές κοινωνιολόγους εποχής του και ιδιαίτερα από τον Gaetano Mosca. Ο Mosca παρατήρησε ότι όλες οι πρωτόγονες κοινωνίες διοικούνται από μία αριθμητική μειοψηφία (ελίτ), την πολιτική τάξη. Βλ. Mosca G. (1939) The Ruling Class. New York, NY: McGraw-Hill. Οι σύγχρονες ελίτ των «γραφειοκρατικών κοινωνιών», κατά τον Μόσκα, διακρίνονται για τις οργανωτικές δεξιότητές τους, που τις χρησιμοποιούν πολύ συχνά για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Εκείνο που τον διαφοροποιεί σε σχέση με τους άλλους θεωρητικούς της «θεωρίας των ελίτ», ιδιαίτερα τον Wifredo Pareto, είναι η θέση του ότι οι ελίτ δεν είναι υποχρεωτικά κληρονομικού χαρακτήρα και θεωρητικά όλα τα μέλη της κοινωνίας μπορούν να ανέλθουν στις θέσεις των ελίτ. Τέλος, η ιστορία είναι μια συνεχής εναλλαγή ή «κυκλοφορία των ελίτ» και κάθε κοινωνία χαρακτηρίζεται από την κυρίαρχη ελίτ της (π.χ. στρατιωτική, ολιγαρχική, αριστοκρατική κ.ο.κ.). Θεωρούσε ότι η πιο σταθερή σε διάρκεια κοινωνική οργάνωση είναι η μικτή διακυβέρνηση (εν μέρει αυταρχική, εν μέρει φιλελεύθερη) όπου «η αριστοκρατική τάση μετριάζεται από τη βαθμιαία αλλά συνεχή ανανέωση της κυβερνώσας τάξης» με την ένταξη ανθρώπων χαμηλότερης κοινωνικο-οικονομικής προέλευσης που έχουν τη θέληση και την ικανότητα να κυβερνούν.  Για μια ενδιαφέρουσα σύγκριση των θεωριών του Μόσκα και του Γκράμσι, βλ. Finocchiaro, M. A.. (1999) Beyond Right and Left. Democratic Elitism in Mosca and Gramsci. New Haven, London: Yale UP και Finocchiaro, Maurice (2000) Rethinking Gramsci’s Political Philosophy. <http://www.bu.edu/wcp/Papers/Poli/PoliFino.htm> Για ανίχνευση των επιρροών των έργων των Μόσκα, Παρέτο και Μίκελς στη σκέψη του Γκράμσι, βλ. Portinaro, P. P. (1977) “Intellettuali, partito e organizzazione da Sorel a Gramsci” σε Politica e storia in Gramsci. Atti del convegno internazionale di studi gramsciani. Firenze, 9-11 dicembre. Vol. II: Relazioni, interventi, comunicazioni. A cura di Franco Ferri. Rome: Editori Riuniti – Istituto Gramsci, σελ. 556-77 καθώς και Salvadori (1973) Gramsci e il problemo storico della democracia. Turin: Eunadi. 
[11] Ανυπόγραφο άρθρο, “Unions and Councils” L’Ordine Nuovo, 5 March 1921 το οποίο περιέχεται στο Hoare Q. (ed)  (1978) Antonio Gramsci Selections from Political Writings (1921-1926) with additional texts by other Italian Communist leaders. London, UK: Lawrence and Wishart, http://www.marxists.org/archive/gramsci/1921/03/unions_councils.htm
[12] Γκράμσι ,Α. (2002) Τα εργοστασιακά συμβούλια και το κράτος της εργατικής τάξης. Αθήνα: Εκδ. Στοχαστής.
[13] Boggs C. (1984) The Two Revolutions: Antonio Gramsci and the Dilemmas of Western Marxism. Boston, MA: South End Press, σελ. 69-118.
[14] Το ΙΣΚ ιδρύθηκε το 1892 από εκπροσώπους εργατικών συνδικάτων και διαλύθηκε το 1994 μετά από το σκάνδαλο Tangendopoli στο οποίο ενεπλάκησαν εκατοντάδες ανώτερα και μεσαία στελέχη της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος. Τον καιρό της διακυβέρνησης Giolitti παρά την οργανωμένη δύναμή του στην εργατική τάξη παρέμεινε ρεφορμιστικό και προτίμησε τις μεταρρυθμίσεις του πολιτικού συστήματος ώστε να δοθούν περισσότερα πολιτικά δικαιώματα στον ευρύτερο πληθυσμό. Η στάση του αυτή κοντραρίστηκε από τις αριστερές πτέρυγες των Μαξιμαλιστών υπό τον μετέπειτα ηγέτη του φασιστικού κινήματος Μπενίτο Μουσολίνι και από τους G.M. Serrati και άλλους μαχητικούς σοσιαλιστές. Βλ.  Italian Socialist Party. (2007). In Encyclopædia Britannica. Retrieved November  26,  2007, from Encyclopædia Britannica Online: http://www.britannica.com/eb/article-9043023
[15] Για περισσότερα, βλ. Boggs C. (1984) ο.ε.π.
[16] Ήταν τέτοια η κατάσταση που η συμβολή του Γκράμσι σ’ αυτήν «αναγνωρίστηκε» -έστω με τραγικό τρόπο- από τον ίδιο τον Μουσολίνι στη δίκη του Γκράμσι το 1927 όταν είπε ότι το κράτος «πρέπει να αυτό το μυαλό να το κάνουμε να σταματήσει να σκέφτεται. Βλ. <www.theory.org.uk/ctrgram.htm>
 [17] Αργότερα η USI συνδέθηκε με την αναρχοσυνδικαλιστική Διεθνή Ένωση Εργατών (ΑΙΤ).Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα προσχώρησαν τα περισσότερα εργατικά κέντρα με αριστερό προσανατολισμό και στον κοινό σκληρό πολιτικό αγώνα για τα εργατικά δικαιώματα. Κατά τις παραμονές της έναρξης του πολέμου διχάστηκε πάνω στο ζήτημα της συμμετοχής ή όχι στο συνασπισμό της Αντάντ. Παρά την ύπαρξη ισχυρής φιλοπολεμικής εθνικιστικής συνδικαλιστικής παράταξης των Φίλιππο Κοριντόνι και Τζουζέπε ντι Βιτόριο,, η USI διατήρησε τον αντιμιλιταριστικό χαρακτήρα της υπό την ηγεσία των Αρμάντο Μόργκι και Αλμπέρτο Μέσκι. Η ραγδαία ανάπτυξή της μετά τον πόλεμο την κατέστησε τον κύριο φορέα αντίστασης στην πολιτική του Μουσολίνι. Οι μάχες των αναρχοσυνδικαλιστών με τους Μελανοχίτωνες στους δρόμους των ιταλικών πόλων ήταν συγκλονιστικές με αποκορύφωμα τη σύγκρουση της Πάρμας τον Αύγουστο του 1922 εναντίον των Αρντίτι  (ειδικές επιθετικές ομάδες του ιταλικού στρατού αλλά και ομάδες κρούσης του Μουσολίνι) του Ίταλο Μπάλμπο. Το 1926 η USIAIT κηρύχτηκε παράνομη από το Φασιστικό καθεστώς και συνέχισε τη δραστηριότητά της στην παρανομία και την εξορία. Μέλη της συμμετείχαν στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο στο πλευρό της CNT εναντίον της αντεπανάστασης του Φράνκο. Μετά τη λήξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, η πλειοψηφία των μελών της εντάχθηκε στη συνομοσπονδία CGIL που κυριαρχείτο από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας. Μετά τη διάσπαση μια μικρή ομάδα διατήρησε τον τίτλο και είχε μια σημαντική παρουσία σε ορισμένες περιφέρειες με γραμμή Αυτονομίας. Βλ. Black B. (1997) Anarchy After Leftism, Columbia, MO: CAL Press.
[18] Σ’ αυτό συμφωνεί με τον Λένιν καθώς εκτός από την άποψη ότι πρέπει να ανατραπεί η αστική κρατική κυριαρχία τόνισε ότι η επαναστατική διαδικασία αφορά τη δομική αλλαγή μέσω των συμβουλίων και του κόμματος. Βλ. Gramsci, A. (1919) “The Conquest of the State” SPW-112-Jul-1919 Περιέχεται στο Hoare Q. and Mathews J. (ed.) (1977) Selections from Political Writings, 1910-1920. London, UK: Lawrence and Wishart; & Minneapolis, MI: University of Minnesota Press, σελ. 73-78.
[19] Βλ. Ανυπόγραφο άρθρο στην LOrdine Nuovo, 12/6/1920, Τομ.11 Νο.5.<http://www.marxisme.dk/arkiv/gramsci/1920/06/12-fgfra.htm>
[20] Sorel, G. (2004/1908) Reflections on Violence. Mineola, NY: Dover Publications
[21] Αρχικά ο Michels ασκούσε την κριτική του στη γραφειοκρατικοποίηση του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και των γερμανικών εργατικών συνδικάτων θεωρώντας πως αποτελεί φαινόμενο της συγκεκριμένης χώρας: «Σε μια χώρα όπου η πρωτοβουλία δεν μετράει και οι άνθρωποι έχουν ένα αξιοσημείωτο ταλέντο να πειθαρχούνται, όπου μεγάλοι αριθμοί ανθρώπων εντάσσονται σε τεράστιες οργανώσεις που χαρακτηρίζονται από μηχανική ακαμψία, και όπου τα πάντα είναι στρατιωτικοποιημένα και γραφειοκρατικά, οι εργάτες ακολούθησαν την ίδια πορεία με τις άλλες τάξεις και χρησιμοποίησαν την ίδια μορφή οργάνωσης μ’ αυτές. Μόνο η ίδια η κρατική γραφειοκρατία μπορεί να συγκριθεί από πλευράς τελειότητας της σύνθετης λειτουργίας της με τις σοσιαλιστικές και τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες…Μπορεί κανείς να καταλάβει πώς η οργάνωση των εργατών έγινε η ίδια αυτοσκοπός, μια μηχανή που τελειοποιείται για λογαριασμό δικό της και όχι για τα καθήκοντα που είχε να επιτελέσει». Αφότου έφυγε από ΓΣΚ άρχισε να γενικεύει την εμπειρία αυτή και να θεωρεί ότι ισχύει γενικά όλες τις οργανώσεις, ανεξάρτητα από σκοπούς και εθνικότητα. Βλ. Michels R. (1966) Political Parties, New York, Free Press Paperback. Βλ. επίσης και Robert Michels, στο Grusky O. and Miller Α. G. (1970), The Sociology of Organizations, Basic Studies. New York. Free Press, σ.σ. 25-43
[22] Γενικότερα για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τη θεωρία των οργανώσεων, βλ. την εισαγωγή στο Grusky O. & Miller G, 1970, The Sociology of Organizations: Basic Studies, New York, Free Press, σ.σ. 7-35
[23] Hyman R. (2001) Understanding European Trade Unionism: Between Market, Class & Society. LondonThousand OaksNew Delhi: Sage Publications, σελ. 42-52, 89-90.Παρ’ ότι, στη διάρκεια της συνταγματικής κρίσης, η εργατική τάξη κινητοποιήθηκε με μαζικές διαδηλώσεις κατά της πολιτικής της νεοδεξιάς αντιπολίτευσης των Φιλελεύθερων του Malcolm Fraser που έριξε την κυβέρνηση των Εργατικών, στις εκλογές που ακολούθησαν οι Φιλελεύθεροι κέρδισαν τη μάχη. Βλ.  Hagan J. (1981) The History of the A.C.T.U., Sydney: Longman Cheshire. Βλ. επίσης Beams N., Adler G., Grey L., Moore D. and Harris A. (1976) The Canberra Coup, A documentary on the sacking of the Labor Government, November 11, 1975. Broadway, NSW: Workers News.
[24] Βλ. Καραλής Δ. (2006) «Οι περιπέτειες ενός ‘ενοχλητικού θεσμού’: Τα συνδικάτα την περίοδο του φορντισμού και του μεταφορντισμού». Θέσεις. Τεύχ. 98 Ιούλιος-Σεπτέμβριος, σελ. 95-114http://www.theseis.com/76-/theseis/t96/t96f/karalis.htm
[25] Ευσταθόπουλος Γ. και Ιωακείμογλου Η. (2004) Ο τομέας των υπηρεσιών, η ανταγωνιστικότητα και η εργασία. Αθήνα: Έκδοση ΙΝΕ-ΓΣΕΕ

[26] Ιωακείμογλου Η. (1999) “Η ΟΝΕ, η απασχόληση και οι εργασιακές σχέσεις στον τραπεζικό κλάδο”. Αθήνα: Εκδ. ΙΝΕ-ΟΤΟΕ.

[27] Γενικότερα για τις νέες μορφές απασχόλησης, βλ. Στρατούλης Δ. (2005) Οι εργασιακές σχέσεις στη δίνη του νεοφιλελεύθερου τυφώνα. Αθήνα: Εκδ. Ελληνικά Γράμματα.
[28] Για την έλλειψη δικαιωμάτων αυτής της κατηγορίας εργαζομένων βλ. http://www.eurofound.europa.eu/eiro/2002/10/word/gr0210101nel.doc και την απάντηση σε ερώτηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του ευρωβουλευτή του ΚΚΕ κ. Γ. Τούσσα http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?pubRef=-//EP//TEXT+CRE+20070524+ANN-01+DOC+XML+V0//EL&query=QUESTION&detail=H-2007-0349#refann_1_2
[29] Για τη σχέση συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και τεχνοκρατίας, βλ. Τσακίρης, Αθ. (υπό έκδοση) «Από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία στη συνδικαλιστική τεχνοκρατία;». Εισήγηση στο διατμηματικό πανεπιστημιακό σεμινάριο «Τα οργανωμένα συμφέροντα στην Ελλάδα». Εργαστήριο Πολιτικής Επικοινωνίας ΕΚΠΑ. 
[30] Βλ. Τσακίρης, Θ. (2005) «Συνδικάτα και εργασιακές σχέσεις. Από την «κρίση» στην αποσυνδικαλιστικοποίηση.» στο Βερναρδάκης Χ. (επιμ.) (2005)  Η Κοινή Γνώμη στην Ελλάδα 2004: Εκλογές, Κόμματα, Ομάδες Συμφερόντων, Χώρος και Κοινωνία,  Αθήνα: Εκδ. Σαββάλας και V-PRC, σελ. 385-408.  
[31] Βλ. Tilly Ch. (2004) Social Movements, 1768-2004. London: Paradigm Publishers και Tarrow S. (1998) Power in Movement. Cambridge: Cambridge University Press.
[33] Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της συλλογικής σύμβασης εργασίας της ΟΤΟΕ για το έτος 1984 που δεν κατοχύρωνε αυξήσεις για όλο το προσωπικό των τραπεζών παρά μόνο για ορισμένες κατηγορίες χαμηλόμισθων εργαζόμενων.
[34] Δεδουσόπουλος Απ. (2007) «Διαρθρωτικές αλλαγές και συνδικαλιστικό κίνημα» στο Συλλογικό (2007) Εργασία και πολιτική: Συνδικαλισμός & οργάνωση συμφερόντων στην Ελλάδα 1974-2004. Αθήνα: Εκδ. Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, σελ. 110-142.
[35] Χαρακτηριστική ήταν η 12μηνη περίπου κωλυσιεργία των διοικήσεων των τραπεζών να προσέλθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων κατά το 2006 καλλιεργώντας το έδαφος για την κατάργηση της κλαδικής συλλογικής σύμβασης απαξιώνοντας την ΟΤΟΕ και ανοίγοντας το δρόμο για τις αποκλειστικά επιχειρησιακές συμβάσεις και τις ατομικές. Για την περίοδο 1990-2000, όταν οι διοικήσεις των τραπεζών άρχισαν να εφαρμόζουν την επιθετική αυτή στρατηγική, βλ. Βλ. Τσακίρης Αθ. (2004) «Κράτος-κόμμα-συνδικάτο 1980-2001: Μεταξύ ενσωμάτωσης και αμφισβήτησης» στο Σπουρδαλάκης Μ. (επιμ.) Κοινωνική αλλαγή στη σύγχρονη Ελλάδα. Αθήνα: Έκδ. Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, σελ. 177-240.  Για το συνδικαλιστικό κίνημα ως στήριγμα της εργοδοτικής στρατηγικής, βλ. Αρανίτου, Β. (2007) «Ο εργοδοτικός συνδικαλισμός ως παράγοντας ενίσχυσης των εθνικών εργοδοτικών οργανώσεων» στο Συλλογικό (2007) Εργασία και πολιτική: Συνδικαλισμός & οργάνωση συμφερόντων στην Ελλάδα 1974-2004. Αθήνα: Εκδ. Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, σελ. 21-36. Για τον εργοδοτικό λόγο της νέας εποχής, βλ. Πολυχρονίδης, Μαν. (2007) «Για τον εργοδοτικό λόγο περί συνδικαλισμού στη Μεταπολίτευση» Διαρθρωτικές αλλαγές και συνδικαλιστικό κίνημα» στο Συλλογικό (2007) Εργασία και πολιτική: Συνδικαλισμός & οργάνωση συμφερόντων στην Ελλάδα 1974-2004. Αθήνα: Εκδ. Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, σελ. 270-287. Για την εξέλιξη προς την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και την αποδοχή των εργοδοτικών απαιτήσεων από το συνδικάτο, βλ. Τάσσης, Χρ. (2007) «Το εργατικό κίνημα στο χώρο των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα 1974-2004» στο Συλλογικό (2007) Εργασία και πολιτική: Συνδικαλισμός & οργάνωση συμφερόντων στην Ελλάδα 1974-2004. Αθήνα: Εκδ. Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, σελ. 288-302.
[36] Τσακίρης, Αθ. (2006) Ο συνδικαλισμός των εργαζομένων στις τράπεζες στην Ελλάδα (1974-1993). Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης
[37]             Βλ. Tsakiris A. (2005) “Greek bank employees’ ‘rebellion’ against social security reform in Greece: a reborn social movement?” Ανακοίνωση στο 10ο Συνέδριο Alternative Futures and Popular Protest, Manchester Metropolitan University, 30/3-1/4/2005.
[38] Για τη συζήτηση αυτή, βλ. Morton D.A. (1999) “On Gramsci”. Politics . 19(1) σελ 1-8.
[39] Βλ. Hall, St. (1988) The Hard Road to Renewal. Thatcherism and the Crisis of the Left. London, UK: Verso.
[40]«Από την άλλη πλευρά, είναι υπερβολή να λέμε ότι ο Σαίξπηρ δεν έχει καμία ανεξάρτητη υπόσταση και ότι ανακατασκευάζεται εξ ολοκλήρου όταν κάποιος τον διαβάζει …ή γράφει γι’ αυτόν.» Βλ. Said, Ed. (1985) “Orientalism Reconsidered”, Race and Class. Vol. 27, No.2, Autumn. σελ. 1-15.
[41] Βλ. Moody K. (1997) “Towards an International Social Movement Unionism.”  New Left Review I/225, September-October, σελ.52-72.  <http://www.newleftreview.org/?page=article&view=1920&gt;

Written by antiracistes

27 Φεβρουαρίου, 2008 at 9:48 μμ

Κομματικός-μετριοπαθής ή Αυτόνομος-μαχητικός συνδικαλισμός; (του Θανάση Τσακίρη)

leave a comment »

Κομματικός-μετριοπαθής ή Αυτόνομος-μαχητικός συνδικαλισμός;
Το κρίσιμο ερώτημα μιας τριακονταετίας

Αθήνα, Απρίλιος 2005

Οξύτατες υπήρξαν ιστορικά, σε διεθνές αλλά και εθνικό επίπεδο, οι διαμάχες και συγκρούσεις σχετικά με την ανεξαρτησία και την αυτονομία των συνδικάτων. Οι ελληνικές κομματικές συνδικαλιστικές παρατάξεις αποτελούν μοναδικό ιστορικό φαινόμενο. Από τη μια δεν αποτελούν τυπικά οργανώσεις εκπροσώπησης συλλογικών συμφερόντων, όπως είναι τα συνδικάτα που είναι τα μοναδικά αρμόδια σώματα για την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας, από την άλλη, όμως, ως άτυπες οργανώσεις, παίζουν σημαντικότατο ρόλο στα συνδικαλιστικά πράγματα˙ αποτελούν ιμάντες μεταβίβασης της πολιτικής γραμμής των κομμάτων στα συνδικάτα επηρεάζοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι γενικά οι παρατάξεις αποτελούν ελληνικό φαινόμενο ούτε ότι μόνο στην Ελλάδα τα κόμματα παρεμβαίνουν στο συνδικαλιστικό γίγνεσθαι. Παραδείγματος χάριν, στις ΗΠΑ οι παρατάξεις παίζουν σημαντικό ρόλο αλλά δημιουργούνται με βάση τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι σε συγκεκριμένα συνδικάτα. Επίσης ένα από τα πιο ακραία παραδείγματα άμεσης και αδιαμεσολάβητης υποκατάστασης του συνδικαλιστικού κινήματος από τα κόμματα υπήρξε αυτό των Παλαιστινιακών συνδικάτων.

Στην ελληνική περίπτωση, θα τονίσουμε ότι η ύπαρξη και κατίσχυση των παρατάξεων γενικά αλλά και των κομματικών παρατάξεων ειδικά ενισχύεται από την σωματειακή μορφή της οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος. Στην ελληνική συνδικαλιστική και πολιτική ιστορία, η σωματειακή μορφή χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από το εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα (ή κυβερνητικό συνασπισμό) για την άλωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και την κάθετη ενσωμάτωσή τους στο κράτος και την κρατική πολιτική. Ειδικός ήταν και είναι ο ρόλος της κρατικής χρηματοδότησης των συνδικάτων στην εξάρτησή τους από το κράτος, που, εκτός των άλλων, δημιουργούσε εύφορο έδαφος για διασπάσεις συνδικαλιστικών οργανώσεων και συγκρότηση νέων παρατάξεων με στόχο την αποκόμιση και οικονομικών ωφελειών (π.χ. επικουρικές συντάξεις συνταξιοδοτικών στελεχών κλπ.). Ο κατακερματισμός των ελληνικής συνδικαλιστικής οργάνωσης που είναι αποτέλεσμα των ειδικών συνθηκών της ιστορικής ανάπτυξης της οικονομίας (μικρό μέγεθος εκμεταλλεύσεων, κατίσχυση των υπηρεσιών έναντι της βιομηχανίας κ.ο.κ.) εντάθηκε με την συνεχή πολυδιάσπαση λόγω της κυριαρχίας του παραταξιακού συστήματος.

Παράλληλα, όμως, με την κομματικοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, χαράσσεται μια σημαντική διαχωριστική γραμμή που δεν διαπερνά μόνο κάθετα τις «επαναστατικές» και τις «ρεφορμιστικές» συνδικαλιστικές παρατάξεις αλλά διαπερνά οριζόντια και τις «ρεφορμιστικές» ανάλογα με τη συγκυρία. Αυτή η διαχωριστική γραμμή, που τα όριά της ποικίλλουν ανάλογα με τη συγκυρία είναι η διαίρεση σε μαχητικό και μετριοπαθή συνδικαλισμό.
Συστατικά στοιχεία των στρατηγικών
του μαχητικού και του μετριοπαθούς συνδικαλισμού
Στοιχείο Μαχητικός Μετριοπαθής
Ιδεολογία Ιδεολογία συγκρουόμενων συμφερόντων Ιδεολογία συνεργασίας (partnership)
Στόχοι Φιλόδοξα αιτήματα (κλίμακα και εύρος) με παραχωρήσεις Μετριοπαθή αιτήματα με μερικές ή πολλές παραχωρήσεις
Πόροι μελών Ισχυρή εξάρτηση από την κινητοποίηση των συνδικαλισμένων εργαζομένων Ισχυρή εξάρτηση από τους εργοδότες, τρίτα μέρη ή τη νομοθεσία
Θεσμικοί πόροι Αποκλειστική στήριξη στη συλλογική διαπραγμάτευση Διάθεση πειραματισμού και στήριξη μη διαπραγμ/κών θεσμών
Μέθοδοι Συχνή απειλή ή χρήση απεργιακής δράσης Μη συχνή απειλή ή χρήση απεργιακής δράσης

Η νίκη της Ν.Δ. στις εκλογές του 1974 με 54% συνοδεύτηκε από το ξεκίνημα ενός πρωτοφανούς ξεσπάσματος του εργατικού κινήματος, με κινητήρια δύναμη τα βιομηχανικά εργοστασιακά σωματεία, τις οργανώσεις των οικοδόμων και, σε δεύτερη φάση, των εργαζομένων στις τράπεζες και στην κοινή ωφέλεια. Στόχος των εργαζομένων ήταν να αποκατασταθούν οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, να αποκατασταθεί το εργατικό εισόδημα που χανόταν λόγω του ραγδαία ανερχόμενου πληθωρισμού, να συγκροτηθεί ένα σοβαρό κράτος πρόνοιας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να δημιουργηθούν θεσμοί εργατικού ελέγχου, συμμετοχής και αυτοδιαχείρισης. Ένα μεγάλο μαχητικό απεργιακό κύμα ξέσπασε. Οι απεργοί από 352.000 το 1975, έφτασαν τους 1.289.000 το 1976. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν οι απεργίες διαρκείας (πάνω από 1 μήνα), με πιο σημαντική την πολιτική πανελλαδική απεργία του Μάη, ενάντια στον «Νόμο 330». Οι απεργίες στη «Νασιοναλ Καν», στην «Μάντεμ Λάκκο», στην «ΑΜΙΑΝΤΙΤ», στην «Κεραφίνα», στη «Θεσσαλική» και αλλού καθώς και η δημιουργία των Συντονιστικών Επιτροπών κατά κλάδο, πόλη και περιφέρεια έδειξαν ότι μια νέα μορφή εργατικού συνδικαλισμού γεννιόταν στην Ελλάδα. Τρία χρόνια μετά, το 1977, η «πανίσχυρη» κυβέρνηση του 54%, φοβούμενη ότι θα έχανε τον έλεγχο, κατέφυγε σε πρόωρες εκλογές, συγκέντρωσε μόνο το 42% των ψήφων και ξαναβγήκε χάρις στο εκλογικό σύστημα. Την ίδια ώρα το ΠΑΣΟΚ διπλασίαζε τις δυνάμεις του, φτάνοντας στο 25%. Παράλληλα, η κοινωνική πόλωση που βάθαινε, εξαφάνισε ουσιαστικά τα Κόμματα του Κέντρου, μιας και τα μικροαστικά στρώματα άρχισαν να κινούνται προς την αριστερά.

Οι κομματικές συνδικαλιστικές παρατάξεις, ειδικά στην μεταπολίτευση, κυριάρχησαν στα συνδικάτα παραμερίζοντας σε μεγάλο βαθμό τον παλιότερο «εργατοπατερίστικο» συνδικαλισμό που στηριζόταν περισσότερο στη σύνδεσή των παρατάξεών του με το κράτος. Έτσι, μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, η οργανωμένη παρέμβαση των κομμάτων προσέλαβε μια εντελώς καινούργια μορφή με την συγκρότηση παρατάξεων που ασπάζονταν τους σκοπούς των κομμάτων. Η διάσπαση του ενιαίου ΚΚΕ απέφερε ήδη από τα χρόνια της δικτατορίες τους «πικρούς καρπούς» του διχασμού του αντιδικτατορικού κινήματος και της δημιουργίας ξεχωριστών συνδικαλιστικών παρατάξεων. Με το ΚΚΕ εσωτερικού συντάχθηκε το ΑΕΜ (Αντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο) και με το εναπομείναν ΚΚΕ η ΕΣΑΚ (Ενιαία Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση). Μην μπορώντας να συνεργαστούν ούτε με την ΕΣΑΚ ούτε με το ΑΕΜ στο επίπεδο της κεντρικής συνδικαλιστικής σκηνής, οι συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ συγκρότησαν το 1975 την ΠΑΣΚΕ (Πανελλήνια Αγωνιστική Συνδικαλιστική Κίνηση). Από τη μεριά τους οι συντηρητικοί και οι κεντρογενείς συνδικαλιστές που στράφηκαν προς την κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία συνέχισαν να λειτουργούν με χαλαρά οργανωμένες παρατάξεις υπό την ηγεμονία της επίσημης ηγεσίας της ΓΣΕΕ. Οι συνδικαλιστές που υποστήριξαν τις δικτατορικές «κυβερνήσεις» υιοθέτησαν, το 1976, την τακτική της προσκόλλησης στις συντηρητικές συνδικαλιστικές παρατάξεις, αφού σε μια πρώτη φάση συγκρότησαν την ΕΔΕΚ (Ελεύθερη Δημοκρατική Εργατική Κίνηση). Η διοίκηση της ΓΣΕΕ υπό την ηγεσία των Ν. Παπαγεωργίου (προπολεμικά συνδικαλιστής του παραδοσιακού Κέντρου) και Χ. Καρακίτσου (Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Αθήνας) στα λόγια υιοθετούσε τις διακηρύξεις της αντιπολίτευσης σχετικά με την αμοιβή της εργασίας αλλά στην πράξη η γραμμή της ήταν αυτή της συναίνεσης προς την κυβερνητική πολιτική της ΝΔ και του συμβιβασμού με τους εργοδότες, χωρίς καν να προσεγγίζει την έννοια του «ρεφορμιστικού» ή έστω και του «μετριοπαθούς» συνδικαλισμού. Χαρακτηριστικός σταθμός στη συγκρότηση της συμμαχίας φιλοκυβερνητικών και χουντικών συνδικαλιστών υπήρξε το 19ο Έκτακτο Συνέδριο της ΓΣΕΕ που διεξήχθη στην Καλαμάτα και καταγγέλθηκε από όλες τις μη κυβερνητικές συνδικαλιστικές παρατάξεις ως «πραξικόπημα». Οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν θύμιζαν τις προδικτατορικές μετεμφυλιακές καθώς αποκλείστηκαν δεκάδες σωματεία και ομοσπονδίες που ελέγχονταν από τη μεταπολίτευση ενώ έγιναν δεκτοί αντιπρόσωποι σωματείων-«φαντασμάτων» που υπήρχαν μόνο στα χαρτιά (ακόμη και «συνδικαλιστές»-«κακοποιά στοιχεία», κατά την έκφραση του ίδιου του Προέδρου του Συνδικαλιστικού Τμήματος της Ν.Δ. Κ. Μπακατσέλου»). Η ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων στις τράπεζες και στην κοινή ωφέλεια που ακολούθησε διέλυσε τις όποιες αυταπάτες υπήρχαν όσον αφορά το ρόλο της συμμαχίας κυβερνητικών-χουντικών. Μια σειρά από ομοσπονδίες και σωματεία δημιούργησαν τις ΣΑΔΕΟ εν είδη συντονιστικών σχημάτων αγώνα είτε για την διεκδίκηση λύσεων στα διογκούμενα προβλήματα της πολιτικής λιτότητας που επέβαλε η κυβέρνηση της ΝΔ είτε για την συμμετοχή των αποκλεισμένων ομοσπονδιών στη διοίκηση της ΓΣΕΕ. Ειδικά για το δεύτερο αίτημα, όμως, το πρόβλημα δεν ήταν απλώς καταστατικού τύπου. Δεν επρόκειτο για κάποιους «ασυνείδητους» συνδικαλιστές που παραβίαζαν απλώς το καταστατικό και δεν εφάρμοζαν τις «δημοκρατικές αρχές». Επρόκειτο για συνειδητή ταξική πολιτική με στόχο τη διάσπαση, τον κατακερματισμό και τον έλεγχο του εργατικού κινήματος από τη συμμαχία κυβερνητικών-χουντικών. Αυτή η συμμαχία διατήρησε τον έλεγχο της κεντρικής ηγεσίας της ΓΣΕΕ ως το 1981 οπότε με την κυβερνητική αλλαγή και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία ανετράπη με δικαστική απόφαση.

Στις εθνικές βουλευτικές εκλογές της 18ης Οκτωβρίου το ΠΑΣΟΚ κατήγαγε μια συντριπτική νίκη έναντι της απερχόμενης κυβέρνησης της ΝΔ. Αυτή η πολιτική αλλαγή επέφερε αλλαγές σε μια σειρά πολιτικών και κοινωνικών πεδίων. Στο πεδίο των σχέσεων μεταξύ κυβέρνησης και συνδικάτων καθώς και μεταξύ πολιτικών κομμάτων και συνδικάτων παρατηρήθηκαν τόσο στοιχεία τομής όσο και στοιχεία συνέχειας με το παρελθόν. Η ΠΑΣΚΕ με την χρήση του υπάρχοντος νομικού πλαισίου κατάφερε να αναδειχθεί με δικαστική απόφαση ηγεμονική πλειοψηφούσα δύναμη στη ΓΣΕΕ. Η δικαστική καθαίρεση της παλιάς ηγεσίας και η ανάδειξη νέας πλειοψηφίας με μόνο κριτήριο την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην οποία επρόσκειτο η ΠΑΣΚΕ, έδειξε τα όρια των όποιων αλλαγών: κυριάρχησε το στοιχείο της συνέχειας με τη χρήση του υπάρχοντος νομικού πλαισίου και τη διαιώνιση των αντιδημοκρατικών πρακτικών. Με τους χειρισμούς αυτούς το κυβερνητικό πλέον ΠΑΣΟΚ έδειξε ότι θα χρησιμοποιούσε κάθε νόμιμο ή και ημινόμιμο μέσο για την προστασία της εφαρμογής της πολιτικής του και την τιθάσευση των συνδικάτων προτού η δυσαρέσκεια των μελών τους (ενόψει της περιοριστικής εισοδηματικής πολιτικής που επρόκειτο να εφαρμόσει μετά από τις πρώτες αυξήσεις μισθών το 1982) πάρει μεγάλες διαστάσεις. Τομή με το παρελθόν υπήρξε η αναγνώριση από το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ του κινήματος των εργοστασιακών σωματείων που κινητοποιήθηκαν στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο ανεξάρτητα και αυτόνομα από τα παραδοσιακά κόμματα της Αριστεράς. Το σύστημα των συνδικαλιστικών παρατάξεων αναγνωρίστηκε επίσημα με την ψήφιση του Ν. 1264/1982 και την καθιέρωση της απλής αναλογικής στις αρχαιρεσίες των συνδικάτων. Αν και θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Νόμος 1264/1982 υπήρξε τομή σε σχέση με το παρελθόν, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι με τις μικρές αλλά αποτελεσματικές παρεμβάσεις στις επιμέρους διατάξεις, αποκλείστηκαν σε μεγάλο βαθμό οι αυτόνομες ομάδες και οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι προς όφελος των κομματικών συνδικαλιστικών παρατάξεων και τη μετατροπή των συνδικάτων σε μικρογραφίες του κοινοβουλίου. Από μια εντελώς λειτουργιστική σκοπιά, το σύστημα των κομματικών συνδικαλιστικών παρατάξεων χρησίμευσε στα πολιτικά κόμματα τόσο ως επικοινωνιακός δίαυλος όσο και ως δεξαμενή άντλησης ψήφων και στρατολόγησης πολιτικού προσωπικού που δεν επρόκειτο να ξαναβρεί το δρόμο της επιστροφής του στις επαγγελματικές του καταβολές. Ο δρόμος για την κοινοβουλευτική και υπουργική καρέκλα άνοιγε μέσα από τα συνδικάτα και τις κομματικές συνδικαλιστικές παρατάξεις.

Μεταξύ 1981 και 1985, οι απεργιακές κινητοποιήσεις ήταν μειωμένες σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Εκτός από την ψήφιση του Ν. 1264/1982 που θεωρήθηκε ως κατάκτηση, η κυβέρνηση χορήγησε αρκετά υψηλές αυξήσεις στους κατώτερους μισθούς-ημερομίσθια και συντάξεις, μειώθηκαν οι ώρες εργασίας σε 40 εβδομαδιαίως, η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών αυξήθηκε σε 4 εβδομάδες, ταμεία επικουρικής σύνταξης δημιουργήθηκαν σε κλάδους όπου δεν υπήρχαν, θεσπίστηκε η τυπική ισότητα των δύο φύλων.

Όλα αυτά τα μέτρα δημιούργησαν ένα ευνοϊκό κλίμα εκλογικής στήριξης της ΠΑΣΚΕ στα συνδικάτα, με αποτέλεσμα να μειώνονται τα ποσοστά και οι έδρες της παραδοσιακής αριστεράς –ιδιαίτερα της ΕΣΑΚ- σε μια σειρά συνδικαλιστικές εκλογές που διεξήχθησαν αυτήν την περίοδο. Στο χώρο της συνδικαλιστικής δεξιάς κυριαρχούσαν ακόμη οι προσκείμενοι στην προηγούμενη ηγεσία της ΓΣΕΕ χωρίς όμως να συντονίζονται και να έχουν μια κοινή γραμμή πλεύσης. Σε επίπεδο ΓΣΕΕ και βασικών εργατικών κέντρων κυριαρχούσε γραμμή της «σκληρής δεξιάς» στο πλαίσιο της «ρεβανσιστικής» πολιτικής στρατηγικής της ΝΔ υπό την προεδρία του Ευάγγελου Αβέρωφ. Η πολωτική αυτή αντιπαράθεση ενίσχυε στη φάση εκείνη την ΠΑΣΚΕ με εργαζόμενους που παλιότερα ψήφιζαν τις παρατάξεις της αριστεράς. Ακόμη, το πολιτικό μοντέλο του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που υποστήριζε το ΚΚΕ σε συνδυασμό με την καταστολή της Πολωνικής Αλληλεγγύης και την επιβολή στρατιωτικού νόμου στην χώρα-καρδιά του Συμφώνου της Βαρσοβίας γινόταν ολοένα και λιγότερο αποδεκτό από τη βάση του, σπρώχνοντας τους ψηφοφόρους του στην κάλπη της ΠΑΣΚΕ αλλά και των αυτόνομων συσπειρώσεων που επαγγέλονταν μια δημοκρατική και αυτοδιαχειριστική εκδοχή του σοσιαλισμού. Επιπλέον, συγκεκριμένα οργανωτικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του ΚΚΕ, όπως η μη δημοκρατική γραφειοκρατική δομή του, οι αντιφάσεις της στρατηγικής του και της τακτικής του απέναντι στο κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ (σύγκρουση στην αρχή, «μορατόριουμ» στην ηγεσία της ΓΣΕΕ μετά το 23ο Συνέδριο της συνομοσπονδίας) προκαλούσαν ακόμη μεγαλύτερες διαρροές συνδικαλιστών που δεν συμφωνούσαν με την κάθετη επιβολή της κομματικής γραμμής και χειραγώγηση του συνδικαλιστικού χώρου από την ΕΣΑΚ.

Στο χώρο των τραπεζών η απεργία των 42 ημερών του 1982 για το ενιαίο μισθολόγιο αποτέλεσε το «κρας-τεστ» για την αντοχή του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ αλλά και για την συνοχή της ΟΤΟΕ. Η απεργία έτυχε της αποδοχής και της ΠΑΣΚΕ τις πρώτες τρεις ημέρες μέχρι να ζητηθεί επιτακτικά από την κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ η λήξη της με το αιτιολογικό ότι τα αιτήματα ικανοποιήθηκαν και η συνέχιση της απεργίας, πέραν του ότι δεν είχε νόημα, αποκτούσε πια χαρακτήρα υπονόμευσης της «κυβέρνησης της αλλαγής». Η κυβερνητική πίεση για λήξη της απεργίας δεν πέτυχε οπότε «επιστρατεύθηκε» η ΠΑΣΚΕ ώστε να εκδηλωθεί η «αγωνιστική απεργοσπασία», όπως χαρακτηρίστηκε από τον κλαδικό τύπο της εποχής. Η συγκλονιστική απεργία των 42 ημερών κατέδειξε τα όρια χειρισμών της ΠΑΣΚΕ όσον αφορά τη στάση της σε σχέση με την κυβερνητική πολιτική, η ΕΣΑΚ, παρά την αγωνιστική στάση και κινητοποίηση των στελεχών της, δεν κατάφερε να γλιτώσει από τις συνέπειες της κεντρικής στρατηγικής και τακτικής του ΚΚΕ. Σε μια σειρά από συλλόγους έχασε μικρό ή/και μεγάλο μέρος της προηγούμενης εκλογικής δύναμής της. Από την πτώση της ΕΣΑΚ επωφελήθηκαν και οι δεξιές παρατάξεις, ειδικά το 1983, όταν από περιθωριακές δυνάμεις που δεν συγκέντρωναν πάνω από 20% (π.χ. Εμπορική Τράπεζα, όπου η ΕΣΑΚ μεταξύ 1977-1983 ήταν πρώτη δύναμη με ποσοστά γύρω στο 40%) βρέθηκαν να απειλούν την πρωτοκαθεδρία της ΠΑΣΚΕ. Το 1985 οργανώθηκε η συνδικαλιστική δεξιά «εις παράταξιν μίαν». Η Δημοκρατική Ανεξάρτητη Κίνηση Εργαζομένων (ΔΑΚΕ) συγκροτήθηκε ως ενιαία παράταξη δανειζόμενη οργανωτικές δομές, συνθήματα και αιτήματα από την παραδοσιακή αριστερά διατηρώντας παράλληλα ορισμένα συντεχνιακά χαρακτηριστικά (π.χ. υπεράσπιση του συστήματος πρόσληψης παιδιών υπαλλήλων-συνήθως σε ποσοστό 10% επί του συνολικού αριθμού των νεοπροσλαμβανομένων). Ως συνέπεια, το εκλογικό σώμα που ακολουθούσε τις παρατάξεις ΔΑΚΕ και ΠΑΣΚΕ μεγεθύνθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό ώστε να παρακολουθεί τις εκλογικές διακυμάνσεις των μητρικών κομμάτων. Όπως τονίσαμε παραπάνω, η ΠΑΣΚΕ αύξανε τις δυνάμεις της (κυρίως σε βάρος της παραδοσιακής συνδικαλιστικής αριστεράς) παρ’ ότι έπαιζε συχνά ανοιχτό απεργοσπαστικό ρόλο («αγωνιστική απεργοσπασία») ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος και την χρήση απεργοσπαστικών μηχανισμών από τις επόμενες κυβερνήσεις. Η αύξηση αυτή δεν ανακόπηκε και παρ’ ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προώθησε μορφές περιοριστικής εισοδηματικής πολιτικής (ετεροχρονισμός ΑΤΑ με Προεδρικό Διάταγμα το 1993, έμμεσα με άρθρο 4 του Ν. 1365/1983 περί κοινωνικοποιήσεων με το οποίο δινόταν δικαίωμα σε μικρές ομάδες διαφωνούντων να σταματούν τις απεργίες στις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα και τις τράπεζες).

Την ίδια περίοδο ξεκίνησαν οι περιβόητες «κοινωνικοποιήσεις» των δημοσίων επιχειρήσεων ΟΤΕ-ΔΕΗ-ΕΥΔΑΠ και αναμενόταν η έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων για την κοινωνικοποίηση των τραπεζών του δημοσίου τομέα. Τα τελευταία δεν εκδόθηκαν ποτέ. Η συμμετοχή των εκπροσώπων των εργαζομένων ήταν μειοψηφική. Οι αντιπρόσωποι εκλέγονταν με παραταξιακά ψηφοδέλτια μεταφέροντας στις συνεδριάσεις των ΑΣΚΕ (γενικές συνελεύσεις αντιπροσώπων των κοινωνικών φορέων) των κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων την κομματική γραμμή των παρατάξεών τους και όχι των εργαζομένων που εκπροσωπούσαν.

Μετά τις εθνικές κοινοβουλευτικές εκλογές του 1985 , που σηματοδοτήθηκαν από την πιο έντονη από ποτέ πόλωση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και την αρχή του τέλους του σοσιαλδημοκρατικού πειράματος «ελληνικού τύπου» , ακολούθησε η επιβολή από τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του μονεταριστικού προγράμματος για τη «σταθεροποίηση της οικονομίας». Η τοποθέτηση του Κ. Σημίτη στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και η επίκληση γενικώς των διεθνών και εγχώριων οικονομικών προβλημάτων σε συνδυασμό με την εφαρμογή μέτρων λιτότητας σήμανε την απαρχή μιας στροφής προς τις νέες τάσεις του οικονομικού φιλελευθερισμού. Η πολιτική αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στελεχών, μελών και ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Αυτή η αντίδραση όμως δεν έμεινε εντός των οργανωτικών δομών του ΠΑΣΟΚ αλλά βγήκε προς τα έξω με τη δημόσια διαφωνία 7 μελών της ΠΑΣΚΕ στη Διοίκηση της ΓΣΕΕ τον Οκτώβριο του 1985. Ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και το εκτελεστικό του γραφείο αποφάσισαν τη διαγραφή των 7 διαφωνούντων. Οι διαφωνούντες αρχικά συντάχθηκαν με την συνδικαλιστική αντιπολίτευση, ανέτρεψαν την νομιμόφρονα ΠΑΣΚΕ από το προεδρείο της ΓΣΕΕ και προκήρυξαν απεργιακές κινητοποιήσεις εναντίον της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου με την οποία απαγορεύονταν οι αυξήσεις μισθών και ημερομισθίων πέραν της κυβερνητικής εισοδηματικής πολιτικής. Η απάντηση της κυβέρνησης ήταν η δικαστική παρέμβαση για την ανατροπή της πλειοψηφούσας συνδικαλιστικής αντιπολίτευσης από τη Διοίκηση της ΓΣΕΕ και η αντικατάστασή της από νέα στην οποία πλειοψηφούσε το «νομιμόφρον» τμήμα της ΠΑΣΚΕ.

Η σύγκρουση γρήγορα μεταφέρθηκε στους επί μέρους μαζικούς χώρους και, στην περίπτωσή μας, στις τράπεζες. Η αρχή έγινε το Δεκέμβριο του 1985 στην Εμπορική Τράπεζα, όπου συγκρούστηκαν οι διαγραφέντες που σχημάτισαν ψηφοδέλτιο διατηρώντας τον τίτλο ΔΗΣΚ και οι νομιμόφρονες που χρησιμοποίησαν τον τίτλο της ΠΑΣΚΕ. Η μάχη ήταν σκληρή καθώς οι χθεσινοί σύντροφοι έγιναν εν μία νυκτί αντίπαλοι. Οι διαγραφέντες επικράτησαν και ο Σύλλογος για τα επόμενα χρόνια θα βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των απεργιακών και άλλων εργατικών κινητοποιήσεων για την ανατροπή της κυβερνητικής εισοδηματικής πολιτικής. Στην Εθνική Τράπεζα, οι νομιμόφρονες επικράτησαν των διαγραμμένων χωρίς δυσκολία επειδή όσοι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι της ΠΑΣΚΕ έκαναν το μεγάλο βήμα μοιράστηκαν στις άλλες παρατάξεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτή της Ιονικής, οι διαφωνούντες παρέμειναν στην ΠΑΣΚΕ. Μετά από μερικούς μήνες, οι διαγραμμένοι συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ συγκρότησαν πολιτικό-συνδικαλιστική παράταξη πανελλήνιας εμβέλειας (Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Εργατοϋπαλληλική Κίνηση-ΣΣΕΚ). Αναζητώντας μια τρίτη λύση απέναντι στην σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση που είχε πάρει το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ και τη σταλινική αριστερά, και έχοντας απορρίψει το ευρωκομμουνιστικό πείραμα, προτίμησαν την επιστροφή στην στρατηγική της «Διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη» του μεταπολιτευτικού ΠΑΣΟΚ.

Η μαζική αυτή έξοδος μελών και στελεχών του ΠΑΣΟΚ –μαζικότερη και από την περίπτωση της Δημοκρατικής Άμυνας, των Τροτσκιστών και της ΕΜΑΣ- είχε ως επίκεντρο τον κόσμο της μισθωτής εργασίας˙ «απομυθοποίησε», ως ένα βαθμό, το ρόλο των κομματικών συνδικαλιστικών παρατάξεων στη συνείδηση πολλών εργαζομένων και έθεσε το ζήτημα της αυτονομίας του συνδικαλιστικού κινήματος με άλλους όρους από την άποψη της μαζικότητας. Ταυτόχρονα, άνοιξε νέους εκλογικούς διαδρόμους μέσω της συνεργασίας της με ομάδες και συσπειρώσεις του αυτόνομου ριζοσπαστικού χώρου. Στο συγκεκριμένο χώρο των τραπεζών, η ΣΣΕΚ συνεργάστηκε στο Σύλλογο της Εμπορικής Τράπεζας με την ΑΣΚ και την ΕΣΠ δημιουργώντας τη «Συσπείρωση Εργαζομένων» που έγινε πρότυπο συνεργασίας σε άλλους συλλόγους και σε επίπεδο Ομοσπονδίας. Προβλήθηκαν οι θέσεις και τα αιτήματα περί «άμεσης δημοκρατίας», «περιφερειακών και τοπικών γενικών συνελεύσεων», εξάλειψης της γραφειοκρατίας στα συνδικάτα», «πλήρους ισότητας των δύο φύλων σε όλα τα επίπεδα», «αυτόνομου-ταξικού-δημοκρατικού συνδικαλισμού». Αναδείχθηκαν στην ημερήσια διάταξη των συνδικάτων τα θέματα της «προστασίας του περιβάλλοντος», της «υγιεινής και ασφάλειας», της «παρέμβασης στην εισαγωγή της νέας τεχνολογίας της πληροφορικής στους εργασιακούς χώρους» κ.α. Στο παθητικό της όμως καταγράφονται σοβαρές ελλείψεις ιδεολογικοπολιτικής συγκρότησης ως συνέπεια της μακρόχρονης παραμονής των στελεχών και μελών της στο πολυσυλλεκτικό και λαϊκιστικό ΠΑΣΟΚ, ο παραγοντισμός των στελεχών της, και ο καιροσκοπισμός, χαρακτηριστικότερη εκδήλωση του οποίου αποτέλεσε η προσπάθεια εμφύτευσης στον Ελλαδικό χώρο του προτύπου συγκρότησης του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος (ίδρυσή του από τα συνδικάτα). Το πείραμα απέτυχε παταγωδώς στις εκλογές του Ιουνίου 1989 και κατέληξε στην επιστροφή το 1992 στο ΠΑΣΟΚ μεγάλου μέρους των στελεχών της που παρέμειναν ως το τέλος. Η ΣΣΕΚ συνεργάστηκε με τις άλλες παρατάξεις της αντιπολίτευσης στις απεργιακές και άλλες κινητοποιήσεις για την ανατροπή της κυβερνητικής πολιτικής της εισοδηματικής λιτότητας. Για το σκοπό αυτό συγκρότησε -από κοινού με τις άλλες παρατάξεις- τη Συντονιστική Επιτροπή Αγώνα στην οποία συμμετείχαν οι ηγεσίες των Ομοσπονδιών και Εργατικών Κέντρων που είχαν πάρει αποφάσεις καταδικαστικές για την κυβερνητική πολιτική και την αδράνεια της διορισμένης διοίκησης της ΓΣΕΕ. Οι άλλες παρατάξεις που συμμετείχαν στη ΣΕΑ ήταν η ΕΣΑΚ και η ΔΑΚΕ όπως και οι συνδικαλιστές της «Αυτονομίας-Ανανέωσης» και του ανεξάρτητου-αυτόνομου χώρου. Η ΣΕΑ, όμως, δεν είχε καλό τέλος. Οι κομματικές αντιπαραθέσεις πάνω σε θέματα στρατηγικής και τακτικής θα μπορούσαν να είχαν αντιμετωπιστεί αν υπήρχε μια πολιτική κουλτούρα διαφορετική. Σε συνδυασμό με την επερχόμενη προεκλογική περίοδο του 1989, αυτή η δυσκολία συνεννόησης και χάραξης κοινής στρατηγικής και τακτικής στάθηκε μοιραία για την παραπέρα συνεργασία. Οι συνέπειές της ήταν φανερές στο επίπεδο των απεργιακών κινητοποιήσεων: οι μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις του 1988 που ξέσπασαν στους χώρους των εργαζομένων στις τράπεζες και στους δημόσιους και ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς (ΟΛΜΕ-ΟΙΕΛΕ) δεν συντονίστηκαν ώστε να πετύχουν καλύτερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας από αυτές που ήταν πρόθυμη η κρατική και ιδιωτική εργοδοσία να υπογράψει χωρίς την πίεση των αγώνων. Στις απεργίες αυτές ήταν φανερή η έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ κομματικών συνδικαλιστικών παρατάξεων και εργατικής βάσης καθώς οι κομματικές παρατάξεις αναγκάστηκαν -κάτω από την πίεση των εργαζομένων που μάζευαν συνεχώς υπογραφές υπέρ της απεργίας διαρκείας και του έλεγχου του αγώνα από τα κάτω- να προχωρήσουν σε διεξαγωγή ανοιχτών γενικών συνελεύσεων και δημοψηφισμάτων που αποφάσιζαν για την παραπέρα πορεία των κινητοποιήσεων. Οι απεργίες όμως έληξαν με απόφαση της ΕΣΑΚ η οποία, με τον κρίσιμο αριθμό ψήφων που διέθετε στα διοικητικά όργανα των ομοσπονδιών, συμφώνησε με την ΠΑΣΚΕ για την υπογραφή της Σύμβασης στην ΟΤΟΕ χωρίς την εξασφάλιση των απαραίτητων προϋποθέσεων.

Η πτώση του ΠΑΣΟΚ από την κυβερνητική εξουσία και η άνοδος στη θέση του τόσο της κυβέρνησης συνεργασίας της Ν.Δ. και του ενιαίου Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, όσο και της Οικουμενικής Κυβέρνησης με τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ παρέλυσαν για μια ολόκληρη χρονιά το συνδικαλιστικό κίνημα και τα όργανά του ελλείψει αντιπολίτευσης. Η κομματικοποίηση είχε φτάσει στο απόγειο της. Οι μεμονωμένοι απεργιακοί αγώνες που ξεσπούν δεν έχουν ευτυχή κατάληξη. Στην Τράπεζα Πίστεως οι χιλιάδες απεργοί που έδιναν καθημερινές μάχες, κόντρα σε μια εργοδοσία αποφασισμένη να νικήσει και να επιβάλει τους δικούς της όρους ενόψει της έντασης του ενδοτραπεζικού ανταγωνισμού και της ευρωπαϊκής ενοποίησης, έμειναν μετέωροι καθώς οι κομματικοί συσχετισμοί σε ΓΣΕΕ και ΟΤΟΕ ήταν συντριπτικοί σε βάρος της ανάπτυξης αυτόνομων συνδικαλιστικών αγώνων.

Η δεκαετία 1990-2000 βρίσκει το συνδικαλιστικό κίνημα απροετοίμαστο να αντεπεξέλθει στις νέες συνθήκες που προσδιορίζονται από την πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», στην ένταση της αντεπίθεσης του κεφαλαίου, που απειλεί με αφαιρέσεις κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, στην επιδείνωση της οικονομικής κρίσης, στην κυβερνητική αλλαγή και στις προκλήσεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι κομματικές συνδικαλιστικές παρατάξεις συνέβαλαν σε μια εικόνα συνεχούς απαξίωσης του συνδικαλιστικού κινήματος καθ’ όλη την προηγούμενη δεκαετία, έχοντας μετατρέψει τα συνδικάτα σε κοινοβουλευτικού τύπου αρένες. Με τις εκλογές του Απριλίου 1990 και την ανάδειξη της Ν.Δ. σε αυτοδύναμη κυβέρνηση αντεστράφησαν οι ρόλοι καθώς η ΠΑΣΚΕ βρέθηκε στην θέση της αντιπολιτευόμενης παράταξης και η ΔΑΚΕ σ’ αυτή του υπερασπιστή της κυβερνητικής πολιτικής. Όμως, παρ’ όλα αυτά, κάτι δείχνει να αλλάζει. Ήδη από το 1987, στις αποφάσεις του 23ο συνεδρίου της ΓΣΕΕ, στο οποίο παρέστη μόνο η κυβερνητική ΠΑΣΚΕ, τονίζεται «η ανάγκη υπέρβασης των παραδοσιακών πρακτικών συγκεντρωτισμού και αυταρχισμού, που χαρακτήριζαν για χρόνια τη συνδικαλιστική εξουσία, μέσα από την τήρηση της αρχής της δημοκρατικής λειτουργίας στις συνδικαλιστικές οργανώσεις.» Για να γίνει, όμως, αυτό, βασική προϋπόθεση είναι η «διαμόρφωση ενός μαζικού, αυτόνομου από τον κομματικό εναγκαλισμό και ταξικά πολιτικοποιημένου συνδικαλιστικού κινήματος, ικανού να ενεργοποιείται μέσα και έξω από τους θεσμούς». Αυτή η τάση θα εκδηλωθεί πιο φανερά στις αρχές της δεκαετίας του ’90 με την υπογραφή της πρώτης Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας διετούς διαρκείας μεταξύ ΓΣΕΕ και εργοδοτικών οργανώσεων, που από τη μια προκάλεσε εύλογες ανησυχίες περί εργασιακής ειρήνης σε μια περίοδο εντεινόμενης οικονομικής ύφεσης και από την άλλη προκάλεσε την οργή του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ και ορισμένων συνδικαλιστικών στελεχών του που συνδέονταν πολιτικά μαζί του και διατέλεσαν μέλη της διορισμένης διοίκησης της ΓΣΕΕ το 1985.

Η κυβερνητική στρατηγική της ΝΔ δεν άφηνε πολλά περιθώρια στο συνδικαλιστικό κίνημα καθώς, στην προσπάθεια να θωρακιστεί η πολιτική της από την ανάπτυξη των εργατικών συνδικαλιστικών αγώνων, ψηφίστηκαν νόμοι που περιόριζαν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις σε αποδεκτά από κράτος και εργοδότες όρια και ακύρωναν εργατικές κατακτήσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα περιορισμού των περιθωρίων κινήσεων των συνδικάτων ήταν η ψήφιση νόμου με τον οποίο προβλεπόταν επιβολή αυστηρών ποινών σε συνδικάτα που δεν θα συναινούσαν στην ύπαρξη του αναγκαίου «προσωπικού ασφαλείας» κατά τις απεργιακές κινητοποιήσεις. Το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα της κυβέρνησης προέβλεπε και υλοποιούσε σταδιακά τις εξής πολιτικές: αποεθνικοποίηση δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, αλλαγές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, (αύξηση ορίων ηλικίας, αύξηση μηνιαίων εισφορών και μείωση δαπανών με μείωση συντάξεων και επιδομάτων), μέτρα αυστηρής εισοδηματικής λιτότητας (κατάργηση της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής, αυξήσεις φόρων κλπ). Ταυτόχρονα προωθούσε την απορύθμιση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων και την έγκριση για χρήση ολοένα και περισσότερων εποχιακώς ή μερικώς απασχολούμενων εργαζομένων. Αυτή η πολιτική προκάλεσε πολλά προβλήματα στις διαδικασίες συλλογικής διαπραγμάτευσης, ειδικά στην ΟΤΟΕ, όταν το 1991 οι εργοδότες προσήλθαν στις διαπραγματεύσεις με δικά τους αιτήματα που αφορούσαν την εισαγωγή του ευέλικτου ωραρίου εργασίας και της λειτουργίας των τραπεζών κατά τα απογεύματα και τα Σάββατα. Το 1993 προσήλθαν με αίτημα την ουσιαστική κατάργηση του «επιδόματος ισολογισμού» καθώς ζητούσαν να καταβάλλεται μόνο κατόπιν αποφάσεως των Γενικών Συνελεύσεων των Μετόχων κάθε Τράπεζας και στο βαθμό που θα υπήρχαν κέρδη. Απαιτούσαν επίσης τη σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα, την εξάλειψη κάθε μορφής εξομοίωσης των υπαλλήλων των τραπεζών, την απελευθέρωση του ωραρίου εργασίας και την αποφυγή θεσμοθέτησης του τριτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου.

Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτικο-οικονομικό πλαίσιο ήταν αδύνατη η συνέχιση της χρήσης παλαιότερων στρατηγικών και τακτικών για τις κομματικές συνδικαλιστικές αλλά και για τις αυτόνομες παρατάξεις. Δεν είχαν καταργηθεί οι πελατειακές σχέσεις που χρησιμοποιούσαν οι δύο μεγάλες κομματικές παρατάξεις για να ενισχύουν τις εκλογικές τους δυνάμεις αλλά δεν είχαν πλέον τόση ισχύ όσο στο παρελθόν. Παρ’ όλο που η «γραφειοκρατική πατρωνία» δεν καταργήθηκε ως πολιτική πρακτική, την οποία χρησιμοποίησαν κατά κόρον οι δύο μεγάλες συνδικαλιστικές παρατάξεις στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, στη δεκαετία του «εκσυγχρονισμού» που αποτέλεσε το νέο πολιτικό σχέδιο ενός σημαντικού μέρους της άρχουσας τάξης, και που υλοποιήθηκε ως ένα βαθμό από τις κυβερνήσεις Σημίτη-ΠΑΣΟΚ, κυρίαρχη ήταν η τάση για τον «κοινωνικό διάλογο» και την «συνδικαλιστική συναίνεση». Η κυριαρχούσα στη διοίκηση της ΓΣΕΕ εκσυγχρονιστική πτέρυγα της ΠΑΣΚΕ επέβαλε τη γραμμή του «κοινωνικού διαλόγου» συμμετέχοντας σε τριμερείς συζητήσεις με την κυβέρνηση και τους εργοδότες (π.χ. εργασιακές σχέσεις, συζήτηση νόμου για την απασχόληση και τις υπερωρίες κ.α.). Στις συζητήσεις αυτές αρχικά συμμετείχε η ΔΑΚΕ και η Αυτόνομη Παρέμβαση. Η τελευταία γρήγορα αποσύρθηκε από τις συζητήσεις και αργότερα η ΔΑΚΕ, ιδιαίτερα όσο πλησίαζαν οι εθνικές βουλευτικές του 2000. Επίσης, η ανάδειξη της ΔΑΚΕ σε δεύτερη δύναμη σε βάρος της ΕΣΑΚ υποχρέωσε την ΠΑΣΚΕ να παραχωρήσει στην πρώτη θέσεις στο προεδρείο της συνομοσπονδίας και να αποτελέσει πιλότο για τις μετέπειτα συνδικαλιστικές συνεργασίες ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.

Σημαντικές εξαιρέσεις αποτελούσαν οι περιπτώσεις όπου η ΠΑΣΚΕ συγκέντρωνε απόλυτη πλειοψηφία τόσο σε ψήφους όσο και σε έδρες ή αντίστοιχα οι δυνάμεις της ΔΑΚΕ και οι παραλλαγές της. Η Ιονική Τράπεζα για την ΠΑΣΚΕ και η Τράπεζα Πίστεως για τη ΔΑΚΕ και την μετεξέλιξή της σε Φιλ.Κι.-ΑΣΚΕ αποτελούσαν τα παραδοσιακά οχυρά τους. Βέβαια, αυτή η τάση δεν κυριάρχησε χωρίς αντιστάσεις τόσο από την πλευρά όσων βολεύονταν με το σύστημα της «γραφειοκρατικής πατρωνίας» όσο και από τα αριστερά, ριζοσπαστικά και τα αυτόνομα συνδικαλιστικά σχήματα που αντιδρούσαν γιατί θεωρούσαν ότι επρόκειτο για στρατηγική συστημικής ενσωμάτωσης του συνδικαλιστικού κινήματος. Χαρακτηριστικό δείγμα της νέας εποχής της συναίνεσης αποτέλεσε η αλλαγή τακτικής της ΠΑΣΚΕ που σε πάμπολλες περιπτώσεις, ιδιαίτερα προς το τέλος της εξεταζομένης περιόδου, άλλαξε άρδην τις απόψεις της περί «δημοκρατικών» προεδρείων στα συνδικάτα και τις αντικατέστησε με τις απόψεις περί «αντιπροσωπευτικών» και «αναλογικών» προεδρείων. Καθώς οι δυνάμεις της αριστεράς, ειδικά της παραδοσιακής, εξασθενούσαν στα συνδικάτα, οι νέοι συνεταίροι της ΠΑΣΚΕ στα προεδρεία κινούνταν είτε στον αστερισμό της κεντροδεξιάς είτε στις παρυφές του ΠΑΣΟΚ -και ορισμένες φορές η συνεργασία ήταν αμφίπλευρη. Όμως, οι εξελίξεις στην περίοδο της πώλησης της Ιονικής Τράπεζας αλλά και οι κινητοποιήσεις για το Ασφαλιστικό τον Απρίλιο του 2001 έδειξαν, ότι παρά την πολιτική της συναίνεσης και του κοινωνικού εταιρισμού που επιβλήθηκε, οι εργαζόμενοι δεν είναι παθητικά όντα καθηλωμένα και συμφεροντολόγα –όπως τονίζεται εμμέσως από θεωρίες που προκρίνουν, ως απόλυτα και μονοπαραγοντικά ερμηνευτικά σχήματα τον κρατικό κορπορατισμό, τον λαϊκισμό, ή τις πελατειακές σχέσεις- αλλά μπορούν σε ορισμένες συγκυρίες να κινητοποιηθούν είτε προκαλώντας καθυστέρηση της εφαρμογής πολιτικών που αντίκεινται στα συμφέροντά τους (Ιονική) είτε ακόμη και να ανατρέψουν την πολιτική αυτή ή τουλάχιστον να αμβλύνουν τις αιχμές της (περίπτωση Ασφαλιστικού).

Παράλληλα με τις εξελίξεις αυτές, σημειώθηκε μια άλλη εξέλιξη διόλου ενθαρρυντική για το μέλλον του συνδικαλιστικού κινήματος που τείνει να καθηλώσει για άλλη μια φορά το συνδικαλιστικό κίνημα σε αδιέξοδες καταστάσεις. Η ίδρυση του Πανεργατικού Αγωνιστικού Μετώπου (ΠΑΜΕ) από τις δυνάμεις της ΕΣΑΚ κατά κύριο λόγο με τη συνεπικουρία των λιγοστών συνδικαλιστικών δυνάμεων του ΔΗΚΚΙ, που βεβαίως δεν έχει επηρεάσει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των τραπεζών και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προκαλεί καταστάσεις διάσπασης του συνδικαλιστικού κινήματος, στο μέτρο που η παράταξη αυτή δείχνει να επιθυμεί να μετεξελιχθεί σε τριτοβάθμιο συνδικαλιστικό φορέα.

Τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από αυτή την εξέταση της σχέσης κομμάτων και συνδικαλιστικών παρατάξεων; Πρώτα απ’ όλα πρέπει να τονίσουμε ότι τα συμπεράσματα δεν είναι οριστικά και δεν μπορούμε να κρίνουμε μονοπαραγοντικά την ιστορική εξέλιξη. Η υποκατάσταση των συνδικάτων από τα κόμματα, ένα φαινόμενο που κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική σκηνή για τρεις δεκαετίες, δεν είναι ούτε αναπόφευκτη ούτε αιώνια. Οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, στην γενικότερη οικονομία και στην κοινωνία υποχρεώνουν τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, αν θέλουν να επιβιώσουν πολιτικά, να αυτονομηθούν στον ένα ή στον άλλο βαθμό από τις κομματικές αγκάλες. Το σύστημα της «πελατειακής πατρωνίας» δεν μπορεί να αποδώσει όπως στο παρελθόν. Τόσο η ΠΑΣΚΕ το 2001 όσο και η ΔΑΚΕ το 2004-2005 βρέθηκαν μπροστά στην έκφραση της μαζικής διαμαρτυρίας ενός ολόκληρου κόσμου που βλέπει να απαξιώνεται η δουλειά του, το εισόδημά του και η σύνταξή του, άλλοτε με κατά μέτωπο επιθέσεις (π.χ. ασφαλιστική μεταρρύθμιση Γιαννίτση) και άλλοτε με τακτικές πλαγιοκόπησης, σαλαμοποίησης και διάσπασης, άλλοτε με καταστολή και άλλοτε με ενσωμάτωση στη λήψη αποφάσεων. Η ΓΣΕΕ και οι δευτεροβάθμιες οργανώσεις έχουν ρόλο να παίξουν στη σημερινή συγκυρία καθώς τα μέτωπα παραμένουν ανοιχτά. Η διαχωριστική γραμμή μαχητικού και μετριοπαθούς συνδικαλισμού είναι πάντοτε υπαρκτή.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

• Close D. (2002) Greece since 1945, Harlow and London UK: Pearson Education Ltd.
• Ζαμπαρλούκου Στ. (1996) «Συνδικαλιστικό κίνημα και κρατικός παρεμβατισμός στη μεταπολιτευτική Ελλάδα: Μια συγκριτική προσέγγιση» στο Λυριντζής Χ. – Νικολακόπουλος Η. και Σωτηρόπουλος Δ. (επιμ.) Κοινωνία και πολιτική: Όψεις της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας 1974-1994. Αθήνα: Εκδ. Θεμέλιο, σσ. 91-118.
• Ζαμπαρλούκου Σ. (1997), Κράτος και εργατικός συνδικαλισμός στην Ελλάδα,1936-90: Μια συγκριτική προσέγγιση, Αθήνα, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα.
• Ιωακείμογλου Η. & Γ. Μηλιός. (1986). «Κρίση και λιτότητα: Η ανάκληση του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου.» Θέσεις, Νο. 14. Ιαν-Μαρ. (http://www.theseis.gr)
• Κατσανέβας Θ. (1994) Το σύγχρονο συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα. Αθήνα: Εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνης.
• Κουκουλές Γ. και Β. Τζανετάκος (1986) Συνδικαλιστικό κίνημα 1981-1986: Η μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε. Αθήνα: Εκδ. Οδυσσέας.
• Λιβιεράτος Δ. (1997) Τα συνέδρια της ΓΣΕΕ, Αθήνα, Εκδ. Προσκήνιο.
• Lyrintzis Chr. (1984) “Political Parties in Post-Junta Greece: A Case of ‘Bureaucratic Clientelism’” in Pridham G. (ed.) The New Mediterranean Democracies. London: Frank Cass.
• Μανίκας Ν. & Χαραλαμπίδης Μ. (1984) Για ένα νέο συνδικαλιστικό κίνημα, Αθήνα, Εκδ. Αλέτρι.
• Mαυρογορδάτος Γ.Θ., (1988) Mεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη. Oι Eπαγγελματικές Oργανώσεις στη σημερινή Eλλάδα, Aθήνα: Εκδ. Oδυσσέας.
• Mavrogordatos G. (1997) “From Traditional Clientelism to Machine Politics: the Impact of PASOK Populism in Greece.” South European Society & Politics, Vol. 3 Νο.2 σσ. 1-26.
• Μητρόπουλος Α. (1991) Νεο-φιλελευθερισμός & υποβάθμιση της εργασίας. Αθήνα: Εκδ. Αφοί Τολίδη
• Μοσχονάς Α. (2003) Ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αθήνα: Εκδ. Τυπωθήτω-ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΡΔΑΝΟΣ
• Παλαιολόγος Ν. (1991) Συνδικάτα και Μισθωτοί Εργαζόμενοι: Το Πρόβλημα της Συγκρότησης και Εκπροσώπησης των Μισθωτών από τα Ελληνικά Συνδικάτα (πολυγραφημένη διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
• Παλαιολόγος Ν. (2002) «Από την παράδοση στην ανάγκη για μεταρρύθμιση: κριτικές σκέψεις πάνω στη δομή και την λειτουργία του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος» στο Πετρινιώτη Ξ., Ρομπόλης Σ. κ.α. (επιμ.) (2002). Επετηρίδα Εργασίας 2002, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Παντείου σσ. 283-295.
• Papadopoulos Y. (1997) “Transformations of Party Clientelism in Southern Europe in a Phase of Democratic Consolidation” Swiss Political Science Review Vo. 3 No. 2 σσ. 1-9
• Ραυτόπουλος Γ. (1999) Αύριο, μια αλληλέγγυα κοινωνία. Αθήνα: Εκδ. Νέα Σύνορα
• Σακελλαρόπουλος Σπ. (2001) Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση: Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις 1974-1988 Αθήνα: Εκδ. Λιβάνη.
• Σημίτης Κ. (1989) Η πολιτική της οικονομικής σταθεροποίησης. Αθήνα: Εκδ. Γνώση.
• Tsakiris A. (2003) “The Janus-faced Political Intervention of Greek Socialists (PASOK) in the Trade-unions in the 1990s: the case of PASKE in OTOE” Paper presented at the 1st LSE PhD Symposium on Social Science Research on Greece, Hellenic Observatory, European Institute, LSE, London, June 21, 2003.
• Τσακίρης Θ. (2004) «Κράτος-κόμμα-συνδικάτα: Μεταξύ ενσωμάτωσης και αμφισβήτησης» στο Σπουρδαλάκης Μ. (επιμ.) Κοινωνική αλλαγή στη σύγχρονη Ελλάδα. Αθήνα: Έκδοση Ιδρύματος Σ. Καράγιωργα, σσ. 177-240
• Τσακίρης Θ. (2004) «Η αντιπαράθεση κομματικού και αυτόνομου συνδικαλισμού στο χώρο των τραπεζών κατά τη διάρκεια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας (1974-2000)» στο Κοντογιώργης Γ., Λάβδας Κ., Μενδρινού Μ. και Χρυσοχόου Δ. (επιμ.) Τριάντα χρόνια δημοκρατίας: Το πολιτικό σύστημα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας 1974-2004. Β΄ Τόμος, Αθήνα: Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Κρήτης και Εκδ. Κριτική, σσ. 9-58.
• Τσακίρης Θ. (2005) «Συνδικάτα και εργασιακές σχέσεις: Από την κρίση στην αποσυνδικαλιστικοποίηση» στο Βερναρδάκης Χρ. (επιμ.) Η Κοινή Γνώμη στην Ελλάδα 2004: Εκλογές, Κόμματα, Ομάδες Συμφερόντων, Χώρος και Κοινωνία. Αθήνα: Εκδ. Σαβάλα και Ινστιτούτο V-PRC, σσ.385-408.
• Τσακίρης Θ. (2005) «Θεωρίες περί Απεργίας», Εισήγηση στο Διατμηματικό Σεμινάριο για τα Οργανωμένα Συμφέροντα, ΜΠΣ «Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία»Τμήμα ΠΕΔΔ, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθήνας.
• Τσακίρης Θ. (2005) «Σχέσεις μεταξύ κομμάτων και συνδικαλιστικών παρατάξεων: Η περίπτωση των συλλόγων των κρατικών τραπεζών», Ανακοίνωση στο 10ο Επιστημονικό συνέδριο Ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα «Εργασία και πολιτική: Συνδικαλισμός και οργάνωση συμφερόντων στην Ελλάδα
• Tsakiris Ath. (2005) “Greek bank employees’ ‘rebellion’ against social security reform in Greece: a reborn social movement?” Ανακοίνωση στο 10th International Conference on Alternative Futures and Popular Protest Manchester Metropolitan University, 30 March – 1 April 2005 (1974-2004)», 18-21 Μαΐου 2005, Αθήνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας 1
Ψηφίσαντες στα συνέδρια της ΓΣΕΕ
Συνέδριο Ψηφίσαντες
22 (1983) 571.000
23 (1986) 596.500
24
25 (1989) 564.500
26
27 (1992) 482.500
28 (1995) 430.000
29 (1998) 414.500
30 (2001) 421.000
32 (2004) 449.000
Πηγή: Οργανωτικό Γραφείο ΓΣΕΕ
Βλ. Κάππος Κ. (2005) Η κατάσταση της εργατικής τάξης. Αθήνα: Εκδ. Αλήθεια, σελ. 101.

Written by antiracistes

27 Φεβρουαρίου, 2008 at 9:10 μμ

Θεωρίες περί απεργίας (του Θανάση Τσακίρη)

leave a comment »

1. Εισαγωγή 
Ταξιδέψατε ποτέ με την British Airways και αγοράσατε αφορολόγητες κολόνιες από τις χαμογελαστές αεροσυνοδούς ή μήπως βρεθήκατε μπροστά σε έναν αγέλαστο και αγενή τέλλερ θέλοντας να κάνετε ανάληψη του μισθού ή της σύνταξής σας; Στην πρώτη περίπτωση ίσως να την πατήσατε και να αγοράσατε «μαϊμού» κολόνια. Στη δεύτερη ή θα καταραστήκατε τη μοίρα σας που πέσατε στον «αφισοκολλητή» που μας έγινε και υπάλληλος ή θα είπατε από μέσα σας «σιγά μη χαμογελάει με το μισθό που παίρνει και με το στρες που τον εξουθενώνει.» Κι όμως, συνειδητά ή ασυνείδητα, συλλογικά ή ατομικά, οι άνθρωποι αυτοί είχαν εμπλακεί σε μια διαρκή σύγκρουση με τα αφεντικά τους˙ μια σύγκρουση που παίρνει πολλές μορφές ανάλογα με την εποχή, την οικονομική-πολιτική συγκυρία, τις θεσμικές ρυθμίσεις ή την εργασιακή κουλτούρα.[1] 

Η επιστημονική έρευνα στον τομέα αυτό έχει πολλές φορές σταθεί στις επίσημες στατιστικές σειρές για τις απεργίες. Ένας σοβαρός κίνδυνος με τη χρήση αυτής της μεθοδολογίας είναι να αποδοθεί με παραμορφωτικό τρόπο η πραγματικότητα, μιας και χρησιμοποιούνται μόνο συνολικά στοιχεία και δεν λαμβάνονται υπόψη, ώστε να ερμηνευθεί καλύτερα η πραγματικότητα, κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας, τοπικές ιδιαιτερότητες, άτυπες συγκρούσεις ή ατομικές στρατηγικές και τακτικές.

 

Για την πληρέστερη κατανόηση, λοιπόν, της πραγματικότητας θα χρειαστεί να λαμβάνουμε υπόψη μας όλα αυτά τα δεδομένα που θα απεικονίσουν ευκρινέστερα τάσεις μέσα στην κοινωνία που δεν αποκαλύπτονται με την απλή χρήση γενικών ποσοτικών στοιχείων χωρίς αναφορά στο συγκεκριμένο.

 

Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από την προσπάθεια ορισμού της έννοιας της λέξης απεργία. Στην ηλεκτρονική έκδοση του λεξικού MerriamWebster διαβάζουμε ότι απεργία είναι «η συλλογική άρνηση εργαζομένων να εργαστούν υπό τους όρους που καθορίζουν οι εργοδότες.» Επίσης, οι απεργίες «μπορούν να προκύψουν από διαμάχες σχετικά με τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας». Μπορεί να λάβουν χώρα «για αλληλεγγύη σε άλλους απεργούς εργαζόμενους, ή για καθαρά πολιτικούς λόγους.» Οι απεργίες οργανώνονται από τα εργατικά συνδικάτα, ενώ απεργίες μη εγκεκριμένες από τα συνδικάτα (άγριες απεργίες – wildcat strikes) μπορούν να κατευθύνονται τόσο εναντίον της συνδικαλιστικής ηγεσίας όσο και κατά του εργοδότη.» Το δικαίωμα στην απεργία «χορηγείται θεωρητικά στους εργαζόμενους όλων σχεδόν των εκβιομηχανισμένων κοινωνιών και η χρήση του ακολούθησε παράλληλο δρόμο με αυτόν της ανόδου των εργατικών συνδικάτων κατά το 19ο αιώνα.»

 

Στις ΗΠΑ «ο αγώνας για την ευτυχία» πέρασε μέσα από απεργίες για μείωση των ωρών εργασίας και για υψηλότερη αμοιβή. Οι τυπογράφοι της Νέας Υόρκης ήταν οι πρώτοι που κατέβηκαν σε απεργία το 1794˙οι επιπλοποιοί απήργησαν το 1796 και ακολούθησαν οι ξυλουργοί της Φιλαδέλφειας το 1797, οι υποδηματοποιοί το 1799. Στις αρχές του 19ου αιώνα οι προσπάθειες των εργατικών ενώσεων για την βελτίωση των συνθηκών εργασίας και αμοιβής στράφηκαν στις διαπραγματεύσεις αλλά δεν ξεχάστηκε η ιδέα της απεργίας. Στη δεκαετία του 1820 στην προσπάθεια μείωσης των ωρών εργασίας από 12 σε 10 το όπλο της απεργίας χρησιμοποιήθηκε συχνότερα και έγινε αισθητή η ανάγκη της σύγκρουσης και συγκρότησης συνδικάτων σε ομοσπονδιακό επίπεδο.[2]

 

Οι περισσότερες απεργίες αποσκοπούν στην επιβολή ενός κόστους στον εργοδότη για την παράλειψή του να ικανοποιήσει συγκεκριμένα αιτήματα. Στην περίπτωση των Ιαπωνικών συνδικάτων «δεν υπάρχει πρόθεση παύσης της παραγωγής για μακρά χρονικά διαστήματα αλλά χρησιμοποιούνται περισσότερο άλλες μορφές εκδηλώσεων διαμαρτυρίας.» Στη Δυτική Ευρώπη και αλλού, «οι εργάτες έχουν πραγματοποιήσει γενικές απεργίες που αποσκοπούσαν στην επίτευξη αλλαγών στο πολιτικό σύστημα αντί για την επίτευξη παραχωρήσεων από τους εργοδότες.»[3] Ως γενική απεργία το ίδιο λεξικό ορίζει «την παύση της εργασίας από ένα σημαντικό ποσοστό εργαζομένων σε μια σειρά από κλάδους σε μια οργανωμένη προσπάθεια επίτευξης πολιτικών ή οικονομικών στόχων. Η ιδέα της γενικής απεργίας που να εκτείνεται σε μια σειρά κλάδων έχει τις απαρχές της στη Βρετανία των αρχών του 19ου αιώνα και έγινε αντιληπτή ως τακτική στη διαδικασία της συλλογικής διαπραγμάτευσης ή, από πιο ριζοσπάστες στοχαστές, ως εργαλείο της κοινωνικής επανάστασης. Αξιοσημείωτες γενικές απεργίες έγιναν στη Ρωσία κατά την Επανάσταση του 1905, στη Βρετανία το 1926 (συνεχίστηκαν από διάφορα εργατικά συνδικάτα προς υποστήριξη των απεργών ανθρακωρύχων) και στη Γαλλία το 1968 (πυροδοτήθηκε από τα φοιτητικά αιτήματα για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση).[4]

 

Μια χαρακτηριστική περίπτωση γενικής απεργίας ήταν αυτή του Winnipeg στον Καναδά, που έλαβε χώρα από τις 15 Μαΐου ως τις 25 Ιουνίου 1919. Προκλήθηκε από την κατάρρευση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στους κλάδους των κατασκευών και του μετάλλου. Η κήρυξη της γενικής απεργίας συνάντησε την ομόθυμη υποστήριξη του πληθυσμού που ζούσε σε μια ατμόσφαιρα γενικής κοινωνικής αναταραχής και οικονομικής αβεβαιότητας. Συμμετείχαν και οι δημόσιοι υπάλληλοι, κάτι που δεν συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Το κεντρικό θέμα ήταν το αίτημα των εργατών για επίσημη καθιέρωση συλλογικών διαπραγματεύσεων και το οποίο δεν γινόταν αποδεκτό από τους εργοδότες. Οι εργοδότες και οι τοπικές ελίτ αντέδρασαν κατηγορώντας τους απεργούς ότι είχαν επαναστατικούς σκοπούς. Επειδή η ικανοποίηση του αιτήματος θα άνοιγε δρόμο για την επέκτασή του απ’ άκρου εις άκρον στον Καναδά, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις πολλών πόλεων κήρυξαν απεργίες αλληλεγγύης. Για να προλάβει τη γενικότερη επέκταση της σύγκρουσης η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παρενέβη απειλώντας με απόλυση τους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους, τροποποίησε το Νόμο περί Μετανάστευσης ώστε να επιτραπεί η απέλαση ηγετών-απεργών και διεύρυνε το νομικό ορισμό της «στάσης». Η κυβέρνηση προσπάθησε να καταστείλει βίαια τις απεργιακές διαδηλώσεις με αποτέλεσμα το θάνατο ενός απεργού και τον τραυματισμό 30 διαδηλωτών στις 21 Ιουνίου. Ένας από τους φυλακισθέντες ηγέτες των απεργών εξελέγη αργότερα ως ο πρώτος σοσιαλιστής βουλευτής στη Βουλή των Αντιπροσώπων και 4 ακόμη φυλακισθέντες απεργοί εξελέγησαν ως σοσιαλιστές βουλευτές στο τοπικό νομοθετικό σώμα της πολιτείας Manitoba. Η ήττα της απεργίας επέφερε ισχυρό χτύπημα στη Καναδικό εργατικό κίνημα και χρειάστηκαν πάνω από 30 χρόνια για να επιτευχθούν βασικοί στόχοι, όπως η αναγνώριση των εργατικών συνδικάτων και η καθιέρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Άλλη μια έννοια που θα πρέπει να ορίσουμε είναι αυτή της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Σύμφωνα πάντα με το λεξικό MerriamWebster, πρόκειται για «διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ εκπροσώπων των εργαζομένων (συνήθως είναι οι αξιωματούχοι του συνδικάτου) και της διοίκησης για τον καθορισμό των όρων απασχόλησης. Η συμφωνία που επιτυγχάνεται ενδεχομένως να μην αφορά μόνο τους μισθούς αλλά και τις πρακτικές προσλήψεων, απολύσεων, προαγωγών, τις συνθήκες και τα ωράρια εργασίας, καθώς και τα προγράμματα επιδομάτων και παροχών. Η συλλογική διαπραγμάτευση αναπτύχθηκε στην Αγγλία στα τέλη του 18ου αιώνα. Συμβάσεις που υπογράφονται μετά από συλλογική διαπραγμάτευση είναι πλέον κανόνας στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.  Λιγότερο συχνά χρησιμοποιούνται στις αναπτυσσόμενες χώρες που διαθέτουν μεγάλα αποθέματα πλεονάζουσας εργασίας. Συμβασιακές διαπραγματεύσεις μπορούν να λάβουν χώρα σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο ανάλογα με τη διάρθρωση της βιομηχανίας στο πλαίσιο μιας χώρας.»[5]

 

Ας συνοψίσουμε τα χαρακτηριστικά της απεργίας σύμφωνα με την μέθοδο του Richard Hyman.[6] Η απεργία είναι «μια προσωρινή διακοπή της εργασίας από μια ομάδα εργαζομένων που αποσκοπεί στην έκφραση δυσαρέσκειας ή στην ικανοποίηση αιτημάτων». Αυτό σημαίνει ότι είναι μια προσωρινή διακοπή συγκεκριμένης εργασίας και όχι αποχώρηση από τη συγκεκριμένη επιχειρηματική ή διοικητική μονάδα˙ είναι διακοπή εργασίας που διαφέρει από άλλες μορφές έκφρασης δυσαρέσκειας/διαφωνίας, όπως η επιβράδυνση της εργασίας, η δουλειά με αυστηρή τήρηση των κανονισμών (worktorule) και η απαγόρευση υπερωριών. Είναι, επίσης, ενέργεια συλλογική μισθωτών απασχολούμενων και διαφέρει από ενέργειες όπως η αποχή των φοιτητών από τα μαθήματά τους ή η στάση πληρωμής ενοικίων. Τέλος, μια απεργία είναι υπολογισμένη πράξη που αποσκοπεί να εκφράσει παράπονα ή να επιβάλει ικανοποίηση αιτημάτων.

 

Υπάρχουν διαφόρων ειδών απεργίες. Ο πιο κοινός είναι η απεργία ή η στάση εργασίας (walkout). Οι εργάτες ή δεν πηγαίνουν στη δουλειά ή φεύγουν από τη δουλειά. Το συνδικάτο οργανώνει μικρές ομάδες απεργών που περιφρουρούν την απεργία εμποδίζοντας την είσοδο απεργοσπαστών στους χώρους εργασίας (ομάδες περιφρούρησης, απεργιακές φρουρές-pickets). Ένα άλλο είδος είναι η κατάληψη (sitdown strike) του χώρου εργασίας και η παρεμπόδιση της χρήσης απεργοσπαστών και συναλλαγών με το κοινό –ιδιαίτερη μέριμνα σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών. Άλλα είδη είναι αυτά που προαναφέραμε, δηλαδή οι απεργίες αλληλεγγύης και οι γενική απεργία. Μια λιγότερο γνωστή αλλά διόλου ασήμαντη μορφή απεργίας είναι το μποϊκοτάζ, όπου οι μη απεργούντες εργάτες αρνούνται να χρησιμοποιήσουν εμπορεύματα και αγαθά που παρήχθησαν από εταιρείες των οποίων το προσωπικό απεργεί. Τέλος, υπάρχουν οι απεργίες δικαιοδοσίας (jurisdiction strikes) όπου δύο συνδικάτα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το δικαίωμα εκπροσώπησης μιας ομάδας εργατών.

 

Η απεργία, λοιπόν, είναι μια μορφή κοινωνικής σύγκρουσης. Ως σύγκρουση ορίζεται ο αγώνας, η μάχη και η πάλη, «δηλαδή μια φυσική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα μέρη». Με μια πιο διευρυμένη έννοια, σύγκρουση είναι «αντιληπτή διάσταση ενδιαφερόντων» και «πεποίθηση ότι οι φιλοδοξίες των εμπλεκομένων δεν μπορούν να επιτευχθούν ταυτόχρονα».[7] Αυτή η διευρυμένη έννοια της σύγκρουσης πρέπει να ληφθεί υπόψη για τη συνέχιση της συζήτησης καθώς συμπαρασύρει μαζί της την έννοια της απεργίας στη διεύρυνση των σημασιών της.

 

2. Θεωρίες περί απεργίας

 

Τα συμφέροντα των εργαζομένων προωθούνται σε ένα ευρύ μέτωπο και η εργασιακή σύγκρουση περιλαμβάνει τόσο την απεργία όσο και το ρόλο των συνδικάτων ως εκπροσώπων των εργαζομένων. Όλες οι μορφές αντίστασης παίζουν βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της διαπραγματευτικής προσπάθειας και ως ένα βαθμό υπάρχει ένα συνεχές μεταξύ αυτών των τύπων σύγκρουσης και των πιο άτυπων. Η σύγκρουση στη σχέση απασχόλησης είχε σημαντική επίδραση στις θεωρίες περί εργασιακών σχέσεων.

 

Η παλιότερη και συντηρητικότερη θεώρηση των απεργιών ήταν η μονιστική/οργανικιστική. Οφείλει την προέλευσή της στην ερμηνεία των αντιλήψεων του Herbert Spencer περί της οργάνωσης ως οργανισμού για τον οποίο όλα τα μέρη οφείλουν να εργάζονται από κοινού για την εκπλήρωση των στόχων του. Οι μονιστές θεωρούν την οργάνωση ως μια ομάδα «που ενώνεται υπό ένα κοινό σκοπό», δηλαδή την επιτυχία της οργάνωσης, εν προκειμένω της επιχείρησης ή του κράτους. Με μία και μοναδική πηγή εξουσίας (διοίκηση, κυβέρνηση) και με όλους τους συμμετέχοντες να μοιράζονται τον ίδιο σκοπό, τα αποτελέσματα είναι η αρμονία και η συνεργασία. Η απεργία δεν είναι αναπόφευκτη κατάσταση ούτε υποκινείται από φανερά ή κρυφά συμφέροντα, οργανωμένων ή άτυπων ομάδων στο εσωτερικό, κυρίως των εργατών ή υπαλλήλων. Αντιθέτως, η απεργία είναι είτε προϊόν παρανόησης/παρεξήγησης είτε προϊόν κακών προθέσεων εργατοπατέρων, λαοπλάνων και εν γένει προσώπων με σκοτεινές προθέσεις. Έτσι η ιστορία των απεργιών παριστάνεται ως ιστορία ισχυρών προσωπικοτήτων και όχι ως ιστορία συγκρούσεων μεταξύ διαφορετικών συμφερόντων, ιδεών, στρατηγικών και τακτικών.[1] Η απεργία, και οι συγκρούσεις εν γένει, θεωρούνται υπονομευτικές της προσπάθειας που καταβάλλουν οι διοικήσεις των επιχειρήσεων ή οι κυβερνήσεις για την επίτευξη των τεθέντων στόχων. Μια πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή της θεωρίας αυτής παρουσιάζει τις απεργίες ως καταστάσεις που μπορούν να αποσοβούνται με την καλύτερη επικοινωνία μεταξύ των διοικήσεων και των συνδικαλιστών.[2]

 

Η ορθόδοξη προσέγγιση υπήρξε ο πλουραλισμός.  Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι εργοδότες και τα συνδικάτα θεωρούνται πάνω-κάτω ως ισοδύναμες δυνάμεις. Τα προβλήματα αυτής της προσέγγισης έχουν να κάνουν με την έλλειψη της δυνατότητας διάκρισης των ανισοτήτων δύναμης μεταξύ των εργοδοτών και των εργαζομένων έτσι ώστε να θεωρείται οποιαδήποτε σύγκρουση κυρίαρχο ζήτημα και να ανακύπτουν δυσκολίες και διαταραχές προσωρινής κατάρρευσης στη ρύθμιση της εργασίας (job regulation). Η θεωρία δίνει έμφαση στην επίλυση της διαμάχης. Οι πλουραλιστικές προσεγγίσεις εξετάζουν με στενό και περιοριστικό τρόπο στους τυπικούς θεσμούς των εργασιακών σχέσεων. Σήμερα τα κίνητρα και οι ενέργειες των ομάδων που εμπλέκονται στις εργασιακές σχέσεις έχουν καταστεί το επίκεντρο της προσοχής. Αυτό που είναι καθοριστικό είναι το πώς αντιλαμβάνονται και ορίζουν τα γεγονότα. Αυτό σημαίνει ότι ανοίγει μια δίοδος για την αναζήτηση εξηγήσεων πέρα από τις συμβατικές. Ένα νέο μοντέλο για τους τρόπους με τους οποίους συνδέονται αυτά τα επίπεδα ανάλυσης παρέχεται από τον Alvin Gouldner.[3] Η πρωταρχική αιτία της σύγκρουσης είναι η κατανομή του πλούτου και της εξουσίας/δύναμης (power). Στο πλαίσιο του εργασιακού χώρου, η ανισότητα και η σύγκρουση είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες, ανεξάρτητα από τη σχέση μεταξύ της συγκεκριμένης διοίκησης και του συγκεκριμένου εργατικού δυναμικού.

 

Στον ευρύτερο χώρο της «ριζοσπαστικής ανάλυσης» των εργασιακών σχέσεων βασική θέση των ερευνητών είναι ότι η ένταση μεταξύ του διοικητικού ελέγχου και της αντίστασης των εργατών αποτελεί σύγκρουση πραγματικών συμφερόντων. Ο διοικητικός έλεγχος και η έκταση της εξουσίας που έχουν οι διοικήσεις πάνω στην εργασία είναι πάντοτε συνάρτηση της αντισταθμικής δύναμης που διαθέτουν οι εργάτες. Η διαλεκτική ελέγχου-αντίστασης έχει ερευνηθεί σε μεγάλο βαθμό και τα αποτελέσματα των ερευνών δείχνουν ότι η πλειονότητα των εργαζόμενων εργάζεται υπό καθεστώτα αυστηρού και στενού ελέγχου και παρακολούθησης, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη εργατικής αντίστασης που κυμαίνεται από ατομικές μορφές ως συλλογικές.

 

Μορφές εργασιακής σύγκρουσης

Ανοργάνωτη

Άτυπη

Ατομική

Αλλαγή εργοδότη

Απουσία-‘παρέκκλιση’

Σαμποτάζ-‘αυθόρμητο’

Σούφρωμα-‘γαϊδουρινή συμπεριφορά’

‘Υποκριτική συμμόρφωση

Απουσία-‘σκόπιμη

Σαμποτάζ-‘χρησιμοθηρικό’

Μικροκλοπές-‘συμπεριφορά αρπακτικού’

Απεργίες

Δουλειά σύμφωνα με τους κανόνες

Σαμποτάζ – ‘μαχητικό’

Μικροκλοπές-‘συμπεριφορά λύκου’

Οργανωμένη

Επίσημη

Συλλογική

Πηγή: Blyton P. and Turnbull P. (2004) The Dynamics of Employee Relations. Basinstoke: Palgrave/MacMillan, σελ.352

 

H μαρξιστική άποψη για την απεργία εντάσσεται στο συνολικότερο θεωρητικό πλαίσιο που επεξεργάστηκε ο K. Marx από κοινού με τον F. Engels και που τονίζει ότι οι εργασιακές σχέσεις και, κατά συνέπεια, η απεργία ως όπλο των εργατών στη σύγκρουση με τους εργοδότες, αποτελούν ένα μόνο μέρος της ευρύτερης ανάλυσης της καπιταλιστικής κοινωνίας και, συγκεκριμένα, των κοινωνικών σχέσεων της παραγωγής και της δυναμικής της καπιταλιστικής συσσώρευσης.[4] Οι διάφοροι συνεχιστές του Μαρξικού έργου έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στη μελέτη των απεργιών τόσο ως φαινομένου όσο και ως μέσου για την επαναστατική ανατροπή στην κατεύθυνση της οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας και της εργατικής εξουσίας.[5] Έτσι, η R. Luxemburg, μελετώντας την περίπτωση των μαζικών απεργιών της Ρωσίας, τόνισε ότι η απεργία δεν πραγματοποιείται ως τρόπος αποφυγής του πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης ούτε ως μέσο για την αιφνίδια κατάληψη της εξουσίας για λογαριασμό της κοινωνικής επανάστασης με θεατρικό πραξικόπημα αλλά ως μέσο, «πρώτα και κύρια, για τη δημιουργία των συνθηκών εκείνων ώστε το προλεταριάτο να διεξάγει τον καθημερινό πολιτικό αγώνα» και ότι «ο επαναστατικός αγώνας στη Ρωσία, όπου οι μαζικές απεργίες είναι το πιο σημαντικό όπλο του εργαζόμενου λαού, και πάνω απ’ όλα, του προλεταριάτου, διεξάγεται για εκείνα τα πολιτικά δικαιώματα και τις συνθήκες των οποίων την αναγκαιότητα και σημασία για τον αγώνα για τη χειραφέτηση υπέδειξαν πρώτοι οι Marx και Engels…» Ο Τ. Cliff αναφερόμενος στην εργασία της Luxemburg τόνισε ότι οι μαζικές οικονομικές απεργίες οδήγησαν στη σύγκρουση με το τσαρικό καθεστώς και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του με συνέπεια την άμεση μετεξέλιξή τους σε καθαρά πολιτικές απεργίες. Οι τελευταίες αφύπνισαν πρόσφατα αδρανείς εργάτες ώστε να αναλάβουν την διοργάνωση οικονομικών απεργιών για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας «και οι οικονομικές απεργίες έδωσαν νέα ώθηση στις πολιτικές απεργίες.» Τέλος, «η μαζική απεργία υπερβαίνει το διαχωρισμό της οικονομίας και της πολιτικής που είναι έμφυτος στο ρεφορμισμό (όπως και στο διαμετρικά αντίθετό του, τον συνδικαλισμό[6]) και συγχωνεύει την πάλη για μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του καπιταλισμού με τον αγώνα για την επαναστατική ανατροπή του.»   

 


ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΡΓΙΑΚΗ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ

 

ΑΠΟΨΗ          

ΑΙΤΙΕΣ          

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

ΛΥΣΕΙΣ

 

 

ΜΟΝΙΣΤΙΚΗ/

ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ

 

 

Απλοϊκή: παράλογοι συνδικαλιστές-εκπρόσωποι εργαζομένων

 

Επεξεργασμένη: κακή επικοινωνία

 

 

Απεργίες = αμφισβήτηση της τάξης και της σταθερότητας στην κοινωνία και τις οργανώσεις

 

 

Απλοϊκή : υπονόμευση συνδικάτων

 

Επεξεργασμένη: βελτίωση επικοινωνίας

 

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ/

ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ

 

 

Ταξική σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου

και

εργασίας

 

 

Απεργίες = αναγκαίο πρελούδιο προς μια νέα κοινωνική τάξη (order)

 

Ζύμωση εργατικής τάξης και υποστήριξη απεργιακών κινητοποιήσεων

 

 

ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΤΙΚΗ

 

 

Ανταγωνιστικά συμφέροντα εργοδοτών και υπαλλήλων

 

Απεργίες = ανοιχτή και ορατή έκφραση δυσαρέσκειας => σημαντικό στοιχείο κοινωνικής σταθερότητας

 

 

Θεσμοποίηση σύγκρουσης

 (π.χ. παρέμβαση τρίτου μέρους)


[1] Βλ. Fox A. (1966) “Industrial Sociology and Industrial Relations”, Royal Commission Research Paper No.3, London: HMSO, σελ. 2.

[2] Η Σχολή Ανθρωπίνων Σχέσεων που αναπτύχθηκε μετά την κριτική στο Ταιηλορικό πρότυπο της «επιστημονικής διοίκησης» συνέβαλε τα μάλα στην εκλέπτυνση της θεωρίας αυτής. Βλ. Νατσόπουλος Σ.Δ., Εγχειρίδιο Βιομηχανικών και Ανθρωπίνων Σχέσεων, (άνευ χρονολογίας, τόπου έκδοσης και εκδοτικού οίκου). Βλ. επίσης  Στη σύγχρονη εκδοχή της αυτή η αντίληψη εκφράζεται κατά κάποιο τρόπο στις θεωρίες περί Διαχείρισης Ανθρωπίνων Πόρων (Human Resources ManagementHRM) που δίνουν έμφαση στην εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων και στην αμφίδρομη επικοινωνία της διοίκησης με τους εργαζόμενους είτε ως άτομα είτε ως ομάδες εργασίας παρακάμπτοντας τα συνδικάτα. H διαχείριση ανθρωπίνων πόρων αντικατέστησε στο λεξιλόγιο την έννοια της διοίκησης προσωπικού, τοποθετώντας την εργασία στην ίδια μοίρα με τη χρηματοδότηση, καθιστώντας την έναν απλό μετρήσιμο συντελεστή στην παραγωγική διαδικασία. Τα θέματα «προσωπικού» εντάχθηκαν στην γενικότερη επιχειρηματική στρατηγική. Οι εργαζόμενοι καθιστάμενοι τμήμα των πόρων της επιχείρησης χρησιμοποιούνται για την δημιουργία και ανάπτυξη του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της επιχείρησης. Υπάρχουν δυο εκδοχές της διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων, μία «σκληρή» (hard version) και μια «μαλακή» (soft version). Στην πρώτη περίπτωση, η διαχείριση ανθρώπινων πόρων είναι ένα πιο συστηματικό και ορθολογικό εργαλείο με το οποίο μπορεί να στηριχθεί η οργανωτική αλλαγή με την αποτελεσματική κινητοποίηση και μέτρηση των ανθρώπινων ικανοτήτων και επιδόσεων. Η συνέχεια με τις κλασικές λειτουργικές πρακτικές είναι σαφής. Όμως, είναι ο βαθμός στον οποίο οι ανταμοιβές και οι λοιπές μορφές διαχείρισης της επίδοσης (performance management) συνδέονται με την επιχειρηματική στρατηγική της επιχείρησης, τα κέρδη και τις ζημιές της επιχείρησης, που θεωρείται αποφασιστικός. Στην δεύτερη εκδοχή μπορεί να αναγνωριστεί η σύνδεση της διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων κυρίως με το μετασχηματισμό των σχέσεων απασχόλησης στη βάση υψηλότερων επιπέδων συμμετοχής των εργαζομένων και εμπλοκής τους στη λήψη αποφάσεων. Η πολιτισμική αλλαγή μετατρέπεται σε κατ’ εξοχήν διαχειριστικό πόρο. Τα τμήματα διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων των επιχειρήσεων ανέλαβαν τον σχετικό ρόλο σε προγράμματα αλλαγής προσδιορίζοντας και μετρώντας την αλλαγή αξιών. Ο άλλος τρόπος ήταν οι πρακτικές υψηλής επίδοσης της εργασίας που συνδέεται κυρίως με το επίπεδο του χώρου εργασίας και με θέματα ομαδικής εργασίας, ποιότητας και συνεχούς βελτίωσης. Η στρατηγική αυτή στοχεύει στο να ωθηθούν οι εργαζόμενοι να υπερβούν τη σύμβαση εργασίας και να ξεπεραστεί ο «παλαιός συγκρουσιακός συνδικαλισμός». Βλ. Thompson P. (2003) Work Organisations: Critical Introduction, London: Palgrave MacMillan, σελ. 52.Βλ. επίσης Legge K. (1995) Human Resources Management: Rhetorics and Realities. Basingstoke: Macmillan.

[3] O Gouldner τονίζει ότι τα αιτήματα για εξουσία και έλεγχο οδηγούν στη χρήση γενικών και απρόσωπων κανόνων που μειώνουν την ορατότητα των σχέσεων εξουσίας/δύναμης που μπορούν να επηρεάσουν τους βαθμούς διαπροσωπικής έντασης και της διαφοράς μεταξύ των στόχων της οργάνωσης και της επίτευξής τους.  Βλ. Gouldner Al. (1955) Wildcat Strike: Study of an Unofficial Strike. London: Routledge and Kegan Paul.

[4] Περιγράφοντας και αναλύοντας την κατάσταση μετά την πρώτη μεγάλη απεργία των λιμενεργατών στο Λονδίνο ο Engels έγραφε ότι η απεργία είναι «το κίνημα της εξαιρετικότερης ευοίωνης προοπτικής που έχει υπάρξει όλ’ αυτά τα χρόνια (… ) Εάν αυτοί οι φτωχοί καταπιεσμένοι άνθρωποι, τα κατακάθια του προλεταριάτου, τα διάφορα απομεινάρια όλων των επαγγελμάτων, που κάθε ξημέρωμα τσακώνονται στις πύλες των αποβάθρων για μια δουλειά του ποδαριού, εάν αυτοί μπορούν να συνταιριάξουν και με τις αποφάσεις τους να τρομοκρατήσουν τις πανίσχυρες Εταιρείες του Λιμανιού, τότε, πράγματι, δεν πρέπει να απελπιζόμαστε με κανένα τμήμα της εργατικής τάξης (…) Εάν οργανωθούν οι λιμενεργάτες, όλα τα άλλα τμήματα θα ακολουθήσουν(…) Είναι ένα νικηφόρο κίνημα.». Βλ. Marx. K. and Engels F. (1975)  Articles on Britain. Moscow: Progress Publishers. σελ. 399 και αναφέρεται στο Blyton P. and Turnbull P. 2004, The Dynamics of Employee Relations. Basingstoke, Hampshire UK and NY USA: Palgrave Macmillan, σσ. 23-24.

[5] Από δύο σκοπιές μελετήθηκε η απεργία, από τη μια ως μαζική-γενική απεργία (R. Luxenbourg, Tony Cliff) και από την άλλη ως φαινόμενο που μπορεί να αναλυθεί με τα μέσα της στατιστικής (V.I.Lenin). Βλ. Luxemburg R. (1925) The Mass Strike, the Political Party and the Trade Unions. Detroit, MI: Marxist Educational Society of Detroit (www.marxists.org) ˙ Cliff T. (1985) “Patterns of Mass Strike”. International Socialism . Vol.2 No. 29, Summer 1985, σσ.3-61 (www.marxists.org) ˙ Engels F. (1889) “The Ruhr Miners’ Strike of 1889”, The Labour Leader, June  (www.marxists.org) ˙ Lenin V.I. (1910) “Strike Statistics in Russia”, Mysl, Nos. 1 and 2. Signed: V. Ilyin. December 1910 and January 1911 (Lenin Collected Works, Progress Publishers, [1974], Moscow, Vol. 16, σσ393-422. http://www.marxists.org).

[6] Εδώ υπονοείται μια σειρά κινημάτων που ήταν ισχυρά στις αρχές του 20ού αιώνα στις λατινογενείς χώρες της Ευρώπης και υποστήριζαν ότι ο σοσιαλισμός θα πραγματοποιηθεί διαμέσου των εργατικών συνδικάτων. Τα κύρια ρεύματα ήταν ο «αναρχοσυνδικαλισμός», το ρεύμα του «συντεχνιακού σοσιαλισμού» και ο «ενιαίος συνδικαλισμός» (One Big Unionism, η περίπτωση της IWW-Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου σε ΗΠΑ-Καναδά). Πέραν αυτή της κοινής γενικής αντίληψης που διατρέχει τα ρεύματα αυτά, κοινές είναι οι ακόλουθες θέσεις:  εργατικός έλεγχος της βιομηχανίας από τα συνδικάτα˙ αντικρατισμός˙ ανατροπή του καπιταλισμού με γενική απεργία των συνδικάτων χωρίς οποιαδήποτε πραγματιστική διαπραγματευτική ή μεταρρυθμιστική πρακτική στην αγορά εργασίας και στο πολιτικό πεδίο˙ ο αληθινός σοσιαλισμός προϋποθέτει το γενικό εργατικό έλεγχο. Αυτή η συνδικαλιστική παράδοση, παρά τα αρνητικά της (έλλειψη ορθολογικής σύλληψης της πραγματικότητας, παντελής απουσία συγκεκριμένης ταξικής ανάλυσης των συγκεκριμένων κοινωνιών και των ιστορικών-κοινωνικών αντιθέσεών τους), είχε να επιδείξει μια σημαντική συνεισφορά στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα με την έμφαση στον εργατικό έλεγχο και στην εργατική αυτοδιαχείριση, στο ότι η υπόθεση του σοσιαλισμού είναι θέμα των ίδιων των εργατών, και πάνω απ’ όλα, την πρόταξη της δημοκρατίας (άμεσης) ως βασικής αρχής των συνδικάτων εναντίον της θεσμοποίησης αντιδημοκρατικών πρακτικών (συνδικαλιστική γραφειοκρατία). Βλ. Katznelson I. and Zolberg A. (eds.) (1986)  Working Class Formation: Nineteenth Century Patterns in Western Europe and the United States. Princeton, NJ: Princeton University Press.


[1] Μια παλιά μορφή ήταν το «βιομηχανικό σαμποταζ». Βλ. Taylor L. and Walton P. (1971) “Industrial Sabotage: Motives and Meanings.” in Stanley Cohen (ed.), Images of Deviance. Harmondsworth: Penguin, σσ 189-212 . O Λουδισμός υπήρξε μια μορφή βιομηχανικού σαμποτάζ («διαπραγμάτευση με ταραχές» κατά τον Eric Hobsbawm) ως έκφραση διαμαρτυρίας για την αντικατάσταση των τεχνιτών από τις μηχανές στην βιομηχανική παραγωγή. Βλ. Geary D. (1999) “Working-Class Identities in Europe, 1850s-1930s.” The Australian Journal of Politics and History. Vol. 45. No. 1 University of Queensland Press, σσ.20-29.  Βλ. Επίσης Geary R. (1984) European Labour Protest, 1848-1939, London: Methuen, καθώς και Thompson E. P. (1963) The Making of the English Working Class London: Penguin.
[2] Βλ. Jedel M. (1998) “The Role of Today’s Labor Movement”. The State of Business. Vo. 12. No.1   http://www.cba.gsu.edu/magazine/jedel.html
[6] Βλ. Hyman R. (1989) Strike. London: MacMillan Press, σελ. 17.

[7] Βλ. Ρούμπιν Τζ., Προύιτ Ντ. και Χη Κιμ Σ. (1999) Η διευθέτηση της κοινωνικής σύγκρουσης: κλιμάκωση-αδιέξοδο-επίλυση. Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη-Ίδρυμα Ανδρέα Παπανδρέου, σ. 31-32.

 

Written by antiracistes

26 Φεβρουαρίου, 2008 at 7:58 μμ

Αναρτήθηκε στις Θεωρία

Tagged with ,

Hello world!

with one comment

Welcome to WordPress.com. This is your first post. Edit or delete it and start blogging!

Written by antiracistes

26 Φεβρουαρίου, 2008 at 7:19 μμ

Αναρτήθηκε στις Uncategorized