Eργασιακή επισφάλεια:
Μια παλιά ιστορία με νέους πρωταγωνιστές
Ποια είναι η σημερινή κατάσταση στα πλαίσια της οποίας στην οποία ζουν και δουλεύουν οι εργαζόμενοι και δρουν τα σύγχρονα εργατικά συνδικάτα;
Σύμφωνα με μία άποψη, ζούμε στις συνθήκες της κατάρρευσης του διπολισμού, της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, της παγκοσμιοποίησης των αγορών, της συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας, της ιδιωτικοποίησης των δημοσίων επιχειρήσεων, της αύξησης των ελαστικών μορφών εργασίας και της μακροχρόνιας ανεργίας, καθώς και του περιορισμού της συλλογικής εκπροσώπησης στα όργανα λήψης αποφάσεων. Ας τα πάρουμε ένα-ένα. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές ζούμε πλέον στην «εποχή της ανασφάλειας» (“age of insecurity”) όπου ο κίνδυνος (risk) και η αστάθεια έχουν γίνει τα χαρακτηριστικά στοιχεία της κοινωνικής ζωής. Αμφότερες οι προσεγγίσεις διέπονται από τη λογική της «θέσης περί ανασφάλειας» που τα κύρια σημεία της είναι: α) η μεταβίβαση του οικονομικού ρίσκου ολοένα και περισσότερο από τους εργοδότες στους εργαζόμενους, β) η μείωση του χρόνου κατοχής μιας θέσης εργασίας και η εξάρτηση της απασχόλησης και της αμοιβής ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, γ) η ανασφάλεια είναι μακροπρόθεσμα ζημιογόνα για τις οικονομικές επιδόσεις, λόγω της επίτευξής τους μέσω μιας σχέσης απασχόλησης που στηρίζεται στον καιροσκοπισμό, την καχυποψία και την απουσία δέσμευσης, και δ) η υπερφόρτωση τόσο των ατόμων όσο και της ευρύτερης κοινωνίας με μεγάλα βάρη και δαπάνες λόγω της ύπαρξης και διεύρυνσης των τάξεων των ανασφαλών εργαζομένων. Το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται μια τέτοια θέση είναι αυτό της «κοινωνίας του ρίσκου», δηλαδή μια κοινωνία που ολοένα και πιο πολύ την απασχολεί το μέλλον (αλλά και η ασφάλεια), που δημιουργεί την έννοια του ρίσκου». Επομένως, το ρίσκο ορίζεται ως ο συστηματικός τρόπος αντιμετώπισης των κινδύνων και των ανασφαλειών που προκύπτουν στο πλαίσιο της διαδικασίας του κοινωνικού – οικονομικού εκσυγχρονισμού. Η νέα ιδέα που λανσαρίστηκε έξυπνα από τον εργοδοτικό χώρο στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας ήταν αυτής του «κόσμου ως αγοράς». Η νέα ιδέα που λανσαρίστηκε έξυπνα από τον εργοδοτικό χώρο στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας ήταν αυτής του «κόσμου ως αγοράς». Στους χώρους εργασίας επικρατεί η ιδέα του «δυνητικού» και η ιδέα της εμπειρίας γίνεται βάρος για τους εργαζόμενους. Στο επίκεντρο του λόγου των εργοδοτών και του κράτους μπαίνει η έννοια του «βραχυπρόθεσμου». Το ουσιώδες είναι αυτό που μπορεί να μετρηθεί. Όπως πλέον δίνεται από θεσμικούς αλλά και ιδιώτες επενδυτές περισσότερο βάρος στα τριμηνιαία οικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων παρά στη μακροπρόθεσμη οικονομική υγεία τους, έτσι και η πρόκληση για τους εργοδότες είναι να πειστούν οι εργαζόμενοι ότι τα πάντα είναι προσωρινά και ότι δεν πρέπει να έχουν δικαιώματα βάσει αρχαιότητας και παρελθούσης εμπειρίας αλλά μόνο βάσει της απόκτησης των πιο νέων «δεξιοτήτων» που χρειάζεται η αγορά, ακριβώς για να λειτουργεί αποτελεσματικά σε βραχυπρόθεσμη βάση.
Όμως, ο προβληματισμός σχετικά με την «ανασφάλεια» δεν είναι καινούργιος αλλά κατά καιρούς επανέρχεται στο προσκήνιο της συζήτησης. Ήδη στην εποχή του ο Κομφούκιος διαπίστωνε ότι «η ανασφάλεια είναι χειρότερη από τη φτώχεια». Οι έννοιες της ασφάλειας και του ελέγχου είναι οι βασικές σε αυτή της συζήτηση. Ως ασφάλεια ορίζεται η δυνατότητα κάποιου να ελέγχει ο ίδιος τον εαυτό του.
Η αποσύνθεση των αναπτυξιακών προτύπων της λεγόμενης «χρυσής εποχής» του καπιταλισμού, που δοκιμάστηκαν στην πράξη μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, κίνησε τη διαδικασία αποσύνθεσης και των παραδοσιακών στρατηγικών και προτύπων των συνδικάτων με ένα διπλό τρόπο. Από τη μια άλλαξε ο τόπος λήψης αποφάσεων που μπορούν να επηρεάσουν τα συνδικάτα και από την άλλη επήλθαν αλλαγές τόσο στο επίπεδο της δημογραφίας όσο και σε αυτό των δομών της οικονομίας με αποτέλεσμα τη μεταβολή των πληθυσμιακών ομάδων που μπορούν δυνητικά να γίνουν μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση και η παγκοσμιοποίηση κάνουν δυσκολότερο το έργο του προσδιορισμού του «τόπου» λήψης αποφάσεων. Αυτό προκύπτει ως αποτέλεσμα της μεταβολής των σχέσεων ιδιοκτησίας και ελέγχου των μεγάλων επιχειρηματικών συγκροτημάτων που δραστηριοποιούνται σε πολλούς διαφορετικούς τομείς της οικονομίας με πολλά εταιρικά νομικά πρόσωπα και με πολλές μορφές σχέσεων απασχόλησης. Η διάλυση των καθετοποιημένων επιχειρήσεων και η αναδιάρθρωσή τους με τη μορφή των οριζόντια συνδεδεμένων δικτύων επιχειρήσεων δημιουργεί πολλαπλά επίπεδα και «τόπους» λήψης αποφάσεων κατακερματίζοντας έτσι τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις που δεν κατευθύνονται πλέον σε ένα ενιαίο κέντρο. Παράλληλα, οι σημαντικές αποφάσεις για την εργασία σε πολιτικό επίπεδο λαμβάνονται ολοένα και περισσότερο σε υπερεθνικούς θεσμούς και οργανισμούς εξασθενίζοντας το εθνικό κέντρο αποφάσεων και τη δυνατότητα χάραξης εθνικών πολιτικών εργασίας. Σε πολλές χώρες έχουν ατονήσει οι διαδικασίες συλλογικής διαπραγμάτευσης μεταξύ ενώσεων εργοδοτών και συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών και ομοσπονδιών και έχουν μεταφερθεί σε επιχειρησιακό επίπεδο όπου είτε τα σωματεία μπορούν ευκολότερα να ελεγχθούν άμεσα ή έμμεσα από την εργοδοσία είτε απλούστατα δεν υπάρχει εκπροσώπηση των εργαζομένων παρά μέσα από τις εταιρικές διαδικασίες. Πολύ συχνά οι αποφάσεις για τα θέματα των μισθών και των συνθηκών εργασίας και, κυρίως, για μεταβολή όρων εργασίας ή απολύσεις λαμβάνονται χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους. Οι δημογραφικές αλλαγές έχουν να κάνουν με την μαζική είσοδο των γυναικών στις αγορές εργασίας, τη γήρανση του πληθυσμού και την αύξηση των συνταξιούχων, την μεταναστευτική αλλοίωση των εγχώριων πληθυσμών και την ύπαρξη πολλών ανειδίκευτων νέων μεταναστών «δεύτερης γενιάς» κλπ. Η δραματική μείωση του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας και η διόγκωση του τριτογενούς τομέα των υπηρεσιών και του εμπορίου έχει ως συνέπεια την ολοένα και μεγαλύτερη χρήση «άτυπων μορφών εργασίας» όπως η μερική και η προσωρινή απασχόληση που δεν αποτελούν τομείς εύκολης συνδικαλιστικής οργάνωσης και κινητοποίησης. Η κρατική οικονομική πολιτική που θα μπορούσε να προσφέρει ανακούφιση στους εργαζόμενους που πλήττονται από τις οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές είναι πλέον συνδεδεμένη με τις αποφάσεις πολιτικής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης που ακολουθούνται στο πλαίσιο που ορίζουν οι Συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας με την πρωταρχική έγνοια της «σταθερότητας των τιμών». Η διαρκής αύξηση της ανεργίας σε επίπεδα που είχαν να εμφανιστούν από την εποχή της καταστροφικής οικονομικής κρίσης του Μεσοπολέμου ενέτεινε την κρίση των συνδικάτων και την μείωση έως μηδενισμό της ικανότητάς τους να οργανώσουν νέα κοινωνικά στρώματα της εργατικής τάξης της πρόσκαιρης και μερικής απασχόλησης. Επιπλέον, οι σχέσεις απασχόλησης στις διαδικασίες αναδιάρθρωσης που λαμβάνουν χώρα στην παγκοσμιοποιούμενη οικονομία και περιλαμβάνουν την υπερβολική χρήση των υπεργολαβιών, την ευελικτοποίηση και εξατομίκευση των εργασιακών διαδικασιών και την επακόλουθη συρρίκνωση των δικαιωμάτων που σχετίζονται με την εργασία. Η «επισφαλειοποίηση» θέτει σε κίνηση δύο οδυνηρές διαδικασίες θεσμοποίησης της αστάθειας στην οικονομική σφαίρα και τον κρατικό/δικαστικό μηχανισμό και στρατηγικές αντιμετώπισης της αστάθειας με τη χρήση μη τυπικών σχέσεων εργασίας και τη διευθέτηση των σχέσεων απασχόλησης κατά τρόπο τέτοιο ώστε να υποβαθμίζεται ολοένα ο παράγοντας της εργασίας (ευελιξία) προς όφελος της κερδοφορίας.
Τι θεωρείται επισφαλής απασχόληση;
Επισφαλής είναι η μη τυπική απασχόληση που αμείβεται με χαμηλό ημερομίσθιο ή μισθό, χωρίς ασφάλεια και προστασία και δεν είναι δυνατό να καλύψει τα έξοδα διαβίωσης ενός νοικοκυριού. Δηλαδή είναι η μισθωτή εργασία που είτε σταθερά δεν δίνει επαρκή εισόδημα για την πλήρη αναπαραγωγή του ατόμου (π.χ. η μερική εργασία) είτε τα παρέχει για ένα μικρό χρονικό διάστημα (ανώτερο όριο είναι συνήθως το ένα έτος π.χ. η εποχιακή εργασία). Αν θεωρήσουμε δεδομένο το ότι αυτή η απασχόληση αμείβεται με χαμηλό ημερομίσθιο ή μισθό που δεν καλύπτει τα προς το ζην, θα πρέπει να συζητήσουμε τη σημασία της έλλειψης ασφάλειας ή προστασίας.
Μια πληρέστερη εικόνα αυτής της κατάστασης μας δίνει μια μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας των ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ. Έτσι, λοιπόν, οι αιτίες που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους μπορούμε να χαρακτηρίσουμε μια θέση εργασίας ή μια κατάσταση ως «επισφαλή» είναι οι εξής:
· Η θέση εργασίας έχει προσωρινό χαρακτήρα (συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, εποχιακές εργασίες κ.ά.) σε κλάδους ή επαγγέλματα που μαστίζονται από υψηλά ποσοστά ανεργίας.
· Η θέση εργασίας αφορά μερική απασχόληση, ιδιαίτερα όταν αυτή δεν είναι εθελούσια και το άτομο έχει εξαναγκαστεί να την «επιλέξει».
· Η ανεργία δεν καλύπτεται καθόλου ή καλύπτεται ελλιπώς (ανεπαρκές επίπεδο κάλυψης είτε αυτό αφορά στο ύψος του επιδόματος ανεργίας, στην διάρκεια χορήγησης του ή ακόμη στις προϋποθέσεις πρόσβασης στο επίδομα).
· Η αμοιβή της εργασίας είναι τόσο ανεπαρκής που δεν επιτρέπει ένα αποδεκτό επίπεδο συνθηκών διαβίωσης.
· Η αποδοχή θέσης εργασίας προϋποθέτει την αποδοχή ρήτρας γεωγραφικής κινητικότητας
· Να πρόκειται για θέσεις εργασίας σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες ή σε κλάδους με τεχνολογικές αλλαγές όπου η πιθανότητα απόλυσης «για οικονομικούς λόγους» είναι υψηλή.
· Το κράτος είναι αδύναμο και δεν είναι σε θέση να προστατέψει τους εργαζόμενους σε περίπτωση μη τήρησης της σύμβασης εργασίας τους ή από την αδήλωτη εργασία (μαύρη εργασία).
Αν αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της κατάστασης της επισφαλούς απασχόλησης δεν είναι εύκολη η συγκριτική ανάλυση της καταγραφής των διαφόρων φαινομένων επισφάλειας, όχι μόνο παγκοσμίως αλλά ούτε καν σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως και με την περίπτωση της κατάστασης της ανεργίας ή ακόμη και της απεργίας που καταγράφονται με διαφορετικό τρόπο από χώρα σε χώρα, έτσι συμβαίνει και με την περίπτωση της επισφάλειας. Σε κάθε χώρα τα διάφορα στατιστικά δεδομένα μπορεί να καταγράφουν εντελώς ανόμοιες κοινωνικές καταστάσεις ανάλογα με τις αντιλήψεις που επικρατούν κάθε φορά. Πρέπει, λοιπόν, στην ανάλυση να περιλαμβάνονται στοιχεία που χαρακτηρίζουν την μισθωτή εργασία, όπως το θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο της απασχόλησης, η θέση και ο ρόλος των δημόσιων πολιτικών για την απασχόληση, η κατάσταση των εργασιακών σχέσεων, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης / προστασίας κ.λ.π.
Άρα η επισφάλεια αφορά σε γενικές γραμμές
1. Το βαθμό βεβαιότητας σχετικά με την συνέχιση της εργασίας
2. Το αν ο εργαζόμενος ελέγχει την ίδια την εργασία του (ωράριο, ρυθμός εργασίας, αμοιβή της εργασίας
3. Το αν μπορεί ένας εργαζόμενος μπορεί να τύχει επωφελούς κοινωνικής προστασίας
4. Το ύψος των αποδοχών από αυτή την απασχόληση.
5. Την απάντηση στο ερώτημα του κατά πόσον οι μορφές επισφαλούς απασχόλησης χρησιμεύουν στους νέους ως προωθητική οδός προς την είσοδο στην αγορά εργασίας ή τους κλείνουν σε ένα φαύλο κύκλο που περιλαμβάνει την ευκαιριακή/μερική απασχόληση, την κατάσταση ανεργίας και, ενίοτε, ορισμένες διαδικασίες επιμόρφωσης.
Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο που μέσα του ξεπήδησαν και διαδόθηκαν με ξέφρενους ρυθμούς, με αποτέλεσμα να υπάρχουν περίπου ένα εκατομμύρια άτομα κάτω από τα απόλυτα όρια φτώχειας, σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.
Η ελληνική οικονομία χαρακτηρίστηκε ιστορικά από την ύπαρξη εκτεταμένων ζωνών «άτυπης εργασίας».Τα τελευταία 20χρόνια, γενικότερα η μισθωτή απασχόληση έχει απορυθμιστεί σε τεράστιο βαθμό. Ενώ παλιότερα με την ύπαρξη εργασιακής σταθερότητας (δημόσιο, ΔΕΚΟ, μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση κ.α.) οι εργαζόμενοι δεν αισθάνονταν το φόβο της ανεργίας και της απόλυσης, σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Εκεί όπου υπήρχαν απλώς πολλαπλές ταχύτητες όσον αφορά τα μισθολογικά και βαθμολογικά επίπεδα και τις συνταξιοδοτικές παροχές και την υγειονομική κάλυψη, σήμερα οι ανισότητες και διαφορές επεκτείνονται στο πεδίο των ευρύτερων δικαιωμάτων και συνθηκών εργασίας και διαβίωσης. Έτσι, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι ζουν δίχως πολλά περιθώρια αντίστασης, συχνά έξω από τα συνδικάτα, ένα πλήθος κατακερματισμένο, διασκορπισμένο και απομονωμένο. Ανάλογα με τις επιδιώξεις της επιχείρησης, «το κεντρικό προσωπικό μπορεί να υποστηρίζεται από μεγάλο αριθμό “ευέλικτων” εργαζομένων (που κατά εποχές θα αυξομειώνεται, χωρίς όμως κόστος αποζημιώσεων και ακριβά ασφάλιστρα), οι οποίοι εμφανίζονται είτε με σύμβαση μικρής διάρκειας, είτε με μερική απασχόληση, είτε ως εποχικό προσωπικό (πολύ συχνά εισαγόμενο), είτε ως παρέχοντες ‘‘ανεξάρτητες υπηρεσίες’’ (ΔΠΥ), είτε με το σύστημα φασόν κ.λπ. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η επιχείρηση δεν έχει υποχρέωση να σεβαστεί ορισμένη ποσόστωση στην οργανική σύνθεση του προσωπικού της, δηλαδή αναλογία εργαζομένων με το ένα ή το άλλο καθεστώς απασχόλησης. (…) Η ανάπτυξη των μορφών απασχόλησης με το καθεστώς των συμβάσεων έργου ή των ανεξάρτητων υπηρεσιών είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Ελλάδα. Οι συμβάσεις μη εξαρτημένης εργασίας, με προφανές αποτέλεσμα τη μη υπαγωγή τους στην εργατική νομοθεσία, χρησιμοποιούνται συχνά προκειμένου να προσδώσουν νομικό περιεχόμενο σε μια συμβατική σχέση που έχει όλα τα γνωρίσματα της μισθωτής εργασίας, με στόχο την καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων».
Ιδού το πεδίον λαμπρόν για τα συνδικάτα που πρέπει να δείξουν σήμερα την χρησιμότητά τους στις νεότερες γενιές των εργαζόμενων σε επισφαλείς θέσεις απασχόλησης. Να εντάξουν στις γραμμές όλους του νέους και νέες εργαζόμενους/ες ανεξαρτήτως τυπικού εργοδότη και ανεξαρτήτως εθνικότητας. Σε επόμενο άρθρο μας θα δούμε πώς παίρνουν στα χέρια τους την κατάσταση οι επισφαλώς εργαζόμενοι δημιουργώντας εκ του μηδενός νέες μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης, συχνά παρά τη θέληση των συνδικαλιστικών ηγεσιών που αρνούνται επίμονα να τους εντάξουν, δήθεν λόγω νομικού κωλύματος, στις γραμμές των συνδικάτων.
Θανάσης Τσακίρης
Δρ. Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας
http://tsakiris.snn.gr
http://tsakthan.blogspot.com
http://greekunions.wordpress.com
Βλ. Καραλής Δ. (2006) «Οι περιπέτειες ενός ‘ενοχλητικού θεσμού’: Τα συνδικάτα την περίοδο του φορντισμού και του μεταφορντισμού». Θέσεις. Τεύχ. 98 Ιούλιος-Σεπτέμβριος, σελ. 95-114
Fudge, J. & Owens, R. (2006) “Precarious Work, Women, and the New Economy: The Challenge to Legal Norms” στο Judy Fudge & Rosemary Owens (eds) Precarious Work, Women, and The New Economy. Portland, OR: Hart Publishing, σελ. 3-28.