Greek Unions

Θεωρία και Πράξη του Εργατικού Συνδικαλισμού

Για τον «κορπορατισμό»

leave a comment »

Κορπορατισμός. Μια έννοια που έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή της στο λόγο της ελληνικής πολιτικής επιστήμης κατά τη δεκαετία του ’80 όταν τη χρησιμοποίησε ο καθηγητής Γ. Θ. Μαυρογορδάτος για να περιγράψει την πολιτική του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ σε σχέση με τα εργατικά συνδικάτα και τις αγροτικές οργανώσεις, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην πλήρη έλλειψη αυτονομίας τους έναντι του κράτους. Παίρνοντας μέρος στο δημόσιο διάλογο ένας άλλός πανεπιστημιακός, ο Ν. Μουζέλης υποστήριξε ότι στην Ελλάδα ο κορπορατισμός δεν είναι κρατικός ή κοινωνικός αλλά «συσσωματικός», γιατί ο κρατικός έλεγχος εκ των πραγμάτων γίνεται πάνω σε σωματεία και ενώσεις που είναι ιδιαίτερα αδύναμες και άγονται και φέρονται από την κρατική χειραγώγηση. Ο Κ. Τσουκαλάς ορίζει τον κορπορατισμό ως «πελατειακό». Τονίζει ότι το κράτος προβαίνει σε κορπορατιστικές διευθετήσεις με επιλεγμένες κοινωνικές ομάδες. Αυτές οι κορπορατιστικές διευθετήσεις προωθούν τα συμφέροντα τόσο της αστικής τάξης όσο και επιλεγμένων μεσαίων στρωμάτων των πόλεων μέσω επιλεκτικής διανομής κρατικών παροχών και ευκαιριών απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση, αλλά και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, στους οπαδούς του εκάστοτε κυβερνητικού κόμματος. Τι είναι όμως ο κορπορατισμός που έκανε θραύση, ως θεωρία, εκείνα τα χρόνια;

Ο κορπορατισμός ορίζεται ως ένα σύστημα τριμερών διαπραγματεύσεων μεταξύ αντιπροσώπων του κράτους, της επιχειρηματικής κοινότητας και της οργανωμένης εργασίας. Ο κορπορατισμός είναι ουσιαστικά σύστημα διαπραγματεύσεων μεταξύ των ελίτ των κοινωνικών ομάδων και τάξεων με το κράτος και δεν περιορίζεται στην οργανωμένη εργασία αλλά και σε οργανώσεις καταναλωτών, αγροτών και άλλων κοινωνικών ομάδων. Σύμφωνα με τον Ph. Schmitter, ο κορπορατισμός είναι: «σύστημα εκπροσώπησης συμφερόντων συγκροτημένο από περιορισμένο αριθμό μοναδικών, υποχρεωτικών, μη ανταγωνιστικών, λειτουργικά οριοθετημένων και ιεραρχημένων οργανώσεων, που έχουν κρατική αναγνώριση ή άδεια (όταν δεν δημιουργούνται εξ αρχής από το κράτος) και στις οποίες απονέμεται σκόπιμα μονοπώλιο εκπροσώπησης των αντιστοίχων κατηγοριών, με αντάλλαγμα ορισμένους περιορισμούς στην επιλογή ηγεσίας και στην άρθρωση αιτημάτων» σε αντίθεση με τον πλουραλισμό που είναι «σύστημα εκπροσώπησης συμφερόντων συγκροτημένο από απροσδιόριστο αριθμό πολλαπλών, μη ιεραρχικά οργανωμένων και αυτοπροσδιοριζόμενων (ως προς τον τύπο ή το αντικείμενο του συμφέροντος) οργανώσεων στις οποίες δεν παρέχεται ειδική άδεια, αναγνώριση, επιχορήγηση, ούτε ελέγχονται από το κράτος ως προς την επιλογή ηγεσίας ή ως προς τη συνάρθρωση συμφερόντων και οι οποίες δεν έχουν μονοπώλιο εκπροσώπησης των αντίστοιχων κατηγοριών τους.»

Συνεπώς, το κορπορατιστικό σύστημα εκπροσώπησης συμφερόντων έχει ορισμένα οργανωτικά χαρακτηριστικά: περιορισμένος αριθμός ανώτατων κοινωνικο-οικονομικών οργανώσεων, μοναδικότητά τους στις κατηγορίες που εκπροσωπούν, ιεραρχική εσωτερική δόμησή τους. Η θεωρία δέχεται ότι υπάρχουν «ιδεοτυπικά» δύο είδη κορπορατισμού, ο κρατικός και ο κοινωνιακός. Στην πρώτη περίπτωση τα αποτελέσματα του κρατικού κορπορατισμού για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι ο ουσιαστικός έλεγχος από το κράτος της άρθρωσης και της διατύπωσης των αιτημάτων των μισθωτών εργαζομένων. Σε γενικές γραμμές, οι σχέσεις κράτους και ομάδων συμφερόντων καθορίζονται από τις επιταγές του οικονομικού συστήματος και το κράτος είναι εκείνο που τις ελέγχει όσον αφορά την ανάπτυξη και τη λειτουργία τους. Στην κλασική περίπτωση του κρατικού κορπορατισμού εντάσσονται τα μεσοπολεμικά αυταρχικά καθεστώτα του Ιταλικού και του Πορτογαλικού φασισμού (στη Γερμανία των Ναζιστών η επιβολή του κράτους ήταν άτεγκτη και απόλυτη) που εκκαθάρισαν τα συνδικάτα από κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθερους και ανεξάρτητους συνδικαλιστές. Στη δεύτερη περίπτωση ο κοινωνιακός κορπορατισμός είναι αποτέλεσμα μιας διαφορετικής ιστορικής συνάρθρωσης και εκπροσώπησης συμφερόντων που προϋποθέτει την αυτόνομη συσπείρωση των μισθωτών εργαζομένων σε συλλογικά σώματα και την ελεύθερη και αβίαστη συναίνεσή τους στη διαμόρφωση των δημόσιων πολιτικών και τη «συγκεκριμένη διεκπεραίωση των ρητών δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί από τις κοινωνικές ομάδες σε ό,τι αφορά την υλοποίηση αυτών των πολιτικών». Τα συλλογικά σώματα διατηρούν την αυτονομία τους και την ισχύ τους ενώ το κράτος αναλαμβάνει ρόλο διαμεσολαβητή.

Ο P. Katzenstein κατέταξε τις χώρες με κορπορατιστικά συστήματα σε δύο τύπους: κοινωνικός και φιλελεύθερος κορπορατισμός. Θεωρεί την επιδίωξη επίτευξης συναίνεσης ως το κοινό χαρακτηριστικό αμφότερων των τύπων. Οι δύο τύποι διαφοροποιούνται ανάλογα με το βαθμό συγκεντροποίησης, τον κυρίαρχο κοινωνικό συνασπισμό και τις πολιτικές τάσεις της κυβέρνησης. Η διαφορά της θέσης του σε σχέση με αυτή του Schmitter συνίσταται στο ότι θεωρεί με βάση μια λειτουργιστική λογική πως προϋπόθεση για την επιτυχία του κορπορατισμού ως συστήματος διαμεσολάβησης και εκπροσώπησης οικονομικών συμφερόντων είναι το μικρό μέγεθος της επικράτειας.

Η κριτική προς τη θεωρητική προσέγγιση του κορπορατισμού εστιάζεται στο λειτουργιστικό χαρακτήρα της ανάλυσης των σχέσεων μεταξύ κράτους και ομάδων συμφερόντων. Γι’ αυτό αντιπροτείνεται η μελέτη και η ανάδειξη της σημασίας της ιστορικής διαμόρφωσης των πολιτικών και οικονομικών θεσμών και της εμπλοκής τους με τη δράση των κοινωνικών κινημάτων και των φορέων εκπροσώπησής τους. Η κορπορατιστική θεωρία δεν λαμβάνει υπόψη την κοινωνική πολυπλοκότητα και την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων, κάτι που είναι χαρακτηριστικό και της παραδοσιακής μαρξιστικής θεωρίας. Θα χρειαστεί να συμπεριλαμβάνονται στην ανάλυση και άλλες μορφές «κοινωνικής περιθωριοποίησης συνδεδεμένες ή όχι με την παραγωγική διαδικασία, η εμφάνιση πολιτικών ή και αντιπολιτικών συλλογικοτήτων με αξίες μεταϋλιστικές, η προϊούσα αποξένωση των ιδιωτικών χώρων του ατόμου από την εργασία, η λειτουργία των μεταρρυθμιστικών πολιτικών ως τρόπων δημιουργίας πολλαπλών και περίπλοκων δευτερογενών προβλημάτων και τα νέα ζητήματα κοινωνικής ολοκλήρωσης».

Η συνεισφορά του μαρξισμού στην συζήτηση περί κορπορατισμού άφησε σημαντικά ίχνη. Κατά τη δεκαετία του ’70, όταν απογειωνόταν η συζήτηση, μαρξιστές μελετητές του κράτους με διαφορετικές οπτικές όπως ο R. Miliband (εργαλειακή αντίληψη για το κράτος) και ο Ν. Πουλαντζάς (δομιστική αντίληψη για το κράτος), τόνισαν ότι το κράτος αποτελεί θεσμό με δική του εσωτερική λογική που διαμορφώνεται από πολιτικές δυνάμεις οι οποίες δεν είναι ουδέτερες αλλά αποτελούν έκφραση της ισορροπίας αυτών των πολιτικών δυνάμεων. Συνεπώς, το κράτος αποτελεί πεδίο όπου επιλύονται αυτές οι πολιτικές συγκρούσεις. Κατά συνέπεια, το κράτος έχει σχετική αυτονομία και δεν είναι ούτε απολύτως αυτόνομο και ουδέτερο απέναντι στον ταξικό και κοινωνικό ανταγωνισμό ούτε ένα απλό όργανο στα χέρια της κυρίαρχης τάξης. Ο Leo Panitch επισήμανε ότι η γενική προσέγγιση των υποστηρικτών της θεωρίας του κορπορατισμού εμπνεόμενη από την θεωρία των ομάδων υπονοούν ότι ο κορπορατισμός είναι μια έννοια που περιλαμβάνει τα πάντα, δηλαδή εντάσσονται σ’ αυτήν οι δραστηριότητες όλων των κοινωνικών ομάδων συμφερόντων. Περιγράφεται, δηλαδή, ο κορπορατισμός με όρους ιδεολογίας αντί με όρους δομής. Αντιθέτως, ο L. Panitch θεωρεί ότι η μελέτη του κορπορατισμού πρέπει να γίνει από τη σκοπιά της ταξικής ανάλυσης και να περιοριστεί μόνο στις ομάδες εκείνες που σχετίζονται με την οικονομική πολιτική και τις εργασιακές σχέσεις. Ο κορπορατισμός θεωρήθηκε ως «περιορισμένη πολιτική δομή» που αναπτύχθηκε από το καπιταλιστικό κράτος για την προστασία του καπιταλισμού και την ενίσχυση της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Μ’ αυτή την έννοια η κριτική που διατυπώθηκε, σε πρώτη φάση από μαρξιστική σκοπιά, προς τη θεωρία του κορπορατισμού την ενδυνάμωσε στο βαθμό που, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα, ώθησε τους εκπροσώπους της να σχετικοποιήσουν την απολυτότητα της θέσης τους και να αναζητήσουν τις διάφορες εκδοχές του χαρακτήρα και του ρόλου των ομάδων πίεσης (εργοδοτικών και εργατικών) στο πλαίσιο των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνικοπολιτικών δομών, αποδίδοντάς τες στις διαφορές που προκύπτουν από τις ικανότητες ανεξάρτητης οργάνωσης των κρατικών υπηρεσιών. Μια δεκαετία αργότερα, οι Ρ. Schmitter και W. Streeck παραδέχονταν ότι «υπήρξε μια παρακμή του εθνικού κορπορατισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και κατά τη δεκαετία του ’80 που είχε τις ρίζες της σε εσωτερικές εξελίξεις όπως οι ποιοτικές μεταβολές στις κοινωνικές δομές, στην οικονομία, και στα πολιτικά συστήματα».

Ένας συνδυασμός τριών τάσεων τους οδηγεί σ’ αυτό το συμπέρασμα: α) η αυξανόμενη διαφοροποίηση των κοινωνικών δομών και των συλλογικών συμφερόντων, β) η αύξηση της αστάθειας και των διακυμάνσεων της αγοράς που ωθεί διαρκώς προς αναζήτηση μεγαλύτερης εταιρικής ευελιξίας όσον αφορά την παραγωγή, τα προϊόντα, την εργασία, την τεχνολογία και την κοινωνική οργάνωση, και γ) οι αλλαγές των ρόλων και των δομών των οργανώσεων των συμφερόντων. Θεωρούν ότι η διαδικασία διαμεσολάβησης συμφερόντων εξελίσσεται με βάση πρότυπα των ΗΠΑ, δηλαδή οδεύει προς έναν «αποδιαρθρωμένο πλουραλισμό» (disjointed pluralism) ή «ανταγωνιστικό φεντεραλισμό» με οργάνωση τριών επιπέδων: περιφέρειες, έθνη-κράτη, «Βρυξέλλες». Λίγο πριν ο P. Schmitter είχε τονίσει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι χειρισμού των συγκρουόμενων συμφερόντων και του συμβιβασμού για τη δημόσια πολιτική στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες χωρίς ένας εξ αυτών να είναι εκ των προτέρων και υποχρεωτικά πιο αποτελεσματικός από τους άλλους.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ

Βιβλιογραφία

• Μαυρογορδάτος Γ. (1988). Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη: Οι Επαγγελματικές οργανώσεις στη σημερινή Ελλάδα. Αθήνα: Εκδ. Οδυσσέας.
• Μίλιμπαντ, Ρ. (1982). Το κράτος στην καπιταλιστική κοινωνία. Αθήνα: Εκδ. Πολύτυπο
• Πουλαντζάς Ν. (1984). Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός. Αθήνα: Εκδ. Θεμέλιο
• Τσουκαλάς Κ. (1991). «Τσαμπατζήδες στη χώρα των θαυμάτων». Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Νο.1, σελ. 9-52.
• Ψημίτης Μ. (1999). Κορπορατιστική διαμεσολάβηση και κοινωνικός έλεγχος: Ζητήματα θεωρίας για την συσσωμάτωση των συμφερόντων. Αθήνα: Εκδ. Ελληνικά Γράμματα.
• Katzenstein P. J. (1985). Small States in World Markets: Industrial Policy in Europe. Ithaca, NY: Cornell University Press
• Lehmbruch G. (1982). “Introduction: neo-corporatism in comparative perspective” στο Lehmbruch G. and Ph. C. Schmitter (eds.), Patterns of Corporatist Policy Making. London: Sage.
• Panitch L. (1980). «Recent Theorizations of Corporatism: Reflections on a Growth Industry,» British Journal of Sociology, 31 ( June 1980), σελ. 159-187
• Pekkarinen J., Pohjola M., and B. Rowthorn (1992) “Social Corporatism and Economic Performance: Introduction and Conclusions” στο Pekkarinen J., Pohjola M., and B. Rowthorn (eds.) Social Corporatism: A Superior Economic System? Oxford: Oxford University Press, σελ. 1-23
• Schmitter P. (1979). “Models of Interest Intermediation and Models Societal Change” στο Schmitter Ph. and Lehmbruch G. (eds), Trends Toward Corporatist Intermediation, London, Sage σελ. 7-52
• Schmitter Ph. 1994, «Still the Century of Corporatism?» Review of Politics, No. 36, σελ.85-131.
• Schmitter P.. (1989). “Corporatism is Dead! Long Live Corporatism!” Government and Opposition. 24/1, σελ. 54-73.
• Slomp H. (2000). European Politics into the Twenty-First Century. Westport, CT: Praeger
• Streeck W. and Schmitter P. (1991). “From National Corporatism to Transnational Pluralism: Organized Interests in the Single European Market”, Politics and Society, 19/2, σελ. 133-164.
• Williamson P., (1989), Corporatism in Perspective: An Introductory Guide to Corporatist Theory, London, Sage.

Written by antiracistes

23 Νοεμβρίου, 2010 στις 6:13 μμ

Σχολιάστε